Σπαρτιατικός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sparte ou des Spartiates.
Étymologie: Σπαρτιάτης.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
ή, όν :
de Sparte ou des Spartiates.
Étymologie: Σπαρτιάτης.