Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.
adv.avec compassion, sympathie ou affection;Cp. συμπαθέστερον.Étymologie: συμπαθής.