τιθασός

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

German (Pape)

[Seite 1109] so von Bekker jetzt bei Plat. u. in Oratt. geschrieben, schlechtere u. spätere Schreibung τιθασσός, die Bekker im Arist. beibehalten hat (τιθός, τιθή, τιθήνη), zahm, bes. von Thieren, die gezähmt sind u. im Hause gehalten werden; Ggstz ἄγριος, Plat. Polit. 264 a; χήν, Soph. frg. 745; von Gewächsen, in Gärten künstlich gezogen, veredelt, im Ggstz zu den wildwachsenden, Plut. Coriol. 3 u. A.; auch von Menschen, gemäßigt, mild gestimmt, versöhnt, mild; ὅταν Ἄρής τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ, Aesch. Eum. 336; Epicrat. com. bei Ath. XIII, 570 u. Sp. – Adv., τιθασῶς ἔχειν Plat. Tim. 77 a, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθασός: όν,· (ἴσως ἐκ τῆς ÖΘΑ, θάω, μετ’ ἀναδιπλ., ὡς τὸ τιθήνη)· - ἐξημερωμένος, ἥμερος, μάλιστα ἐπὶ ζῴων, ἥμερος, κατοικίδιος, Λατιν. cicur, χὴν Σοφ. Ἀποσπ. 745, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1, 24, ἀντίθετον τῷ ἄγριος, Πλάτ. Πολιτικ. 264Α· πάντων τιθασ[σ]ότατον καὶ ἡμερώτατον τῶν ἀγρίων ὁ ἐλέφας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· - οὕτως ἐπὶ προσώπων, συχν. παρὰ Πλουτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 178· ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργούμενα, κηπαΐα, Πλουτ. Κοριολ. 3. - Ἐπίρρ., τιθασῶς ἔχω, διάκειμαι ἡμέρως, πράως πρός τινα, Πλάτ. Τίμ. 77Α· τ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 11. 2) μεταφορ., ὡς τὸ ἐμφύλιος· Ἄρης τιθασὸς ὢν Αἰσχύλ. Εὐμ. 356. Ὅτι ὁ γνήσιος τύπος εἶναι τιθασὸς διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ, φαίνεται οὐ μόνον ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀείποτε βραχύνουσι τὸ α. Παρὰ τοῖς μεταγεν. ἐπεκράτησεν ἡ γραφὴ τιθασσὸς διὰ τοῦ διπλοῦ σ, οἷον ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ., καὶ ὡς δείκνυται ἐκ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τύπου εἰς -ότερος, (Διον. Ἁλ. 10. 42), -ότατος (Ἀριστ. ἔνθ ἀνωτ.), ἴδε Lob. Pαth. 433.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 apprivoisé ; en parl. d’une plante cultivé ; en parl. d’un homme civilisé, poli ; doux, traitable : τιθασόν τινα ἑαυτῷ ποιεῖν LUC gagner ou se concilier qqn;
2 du pays, domestique.
Étymologie: DELG apparenté à τιθήνη, avec le sens de « animal qui vient vous manger dans la main ».