ὑακίνθινος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A hyacinthine, ἄνθος Od.6.231; ἄνθεα E.IA1298 (lyr.); ἔξαστις Michel832.14 (Samos, iv B. C.); φύλλα Theoc.11.26; blue, θώρακες Apoc.9.17; ἔνδυμα Ph.2.225, J.BJ5.5.7; lana, Cod. Just.4.40.1; λίθοι PSI3.183.5 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] hyacinthen, hyacinthfarbig, d. i. dunkelroth, schwarzroth, übh. dunkelfarbig; ὑακίνθινον ἄνθος, die Hyacinthblume, Od. 6, 231. 23, 158, wie Eur. I. A. 1298; ῥάβδος, Anacr. 29, 1; von Haaren, Luc. pro imag. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑακίνθῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ὑακίνθου, κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Ὀδ. Ζ. 231, (ἴδε ὑάκινθος), Σαπφὼ 62· ἄνθεα Εὐρ. Ι. Α. 1298 φύλλα, Θεόκρ. 11. 26 ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑακίνθινον· ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de couleur jacinthe, violet ou bleu foncé.
Étymologie: ὑάκινθος.