φύραμα

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύρᾱμα Medium diacritics: φύραμα Low diacritics: φύραμα Capitals: ΦΥΡΑΜΑ
Transliteration A: phýrama Transliteration B: phyrama Transliteration C: fyrama Beta Code: fu/rama

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό,

   A that which is mixed or kneaded, dought, Mnesim.4.11 (anap.), Arist.Pr.929a25, LXXEx.8.3 (7.28), 12.34, al., Ep.Gal.5.9, Ep.Rom.9.21, al.; in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.); generally, paste, κονίας καὶ βολβίτου φ. Gp.15.2.8; καλάμου Dsc.1.55; opp. θραῦσμα, Id.3.84: metaph., of the human frame as a mixture, compound, Ph.1.184, M.Ant.7.68.    2 generally, mixture, σύμμιγμα καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a, etc.: in pl., cements, ib.811c.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, das Gemischte, Geknetete, der Mehlteig, Gerstenteig, auch ein eigenes Gebäck, Mnesim. bei Ath. IX, 402 (v. 11) neben ἄρτοι.

Greek (Liddell-Scott)

φύρᾱμα: τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον ἄλευρον, κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) καθόλου, μῖγμα, ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, αὐτόθι 811C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
masse délayée ou pétrie ; particul. :
1 au pl. τὰ φυράματα ciment;
2 mélange d’air et de feu.
Étymologie: φυράω.