Φοῖνιξ

From LSJ
Revision as of 20:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs)

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φοῖνιξ: (καὶ Φοίνιξ ἴδε κατωτ.) ῑκος, ὁ, ἡ, κάτοικος Φοινίκης, Ὅμηρ.· Φοῖνιξ ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδὼς Ὀδ. Ξ. 288· διότι τοιοῦτος ἦν ὁ συνήθης τῶν Φοινίκων χαρακτὴρ ὡς τοῦ πρώτου ἐμπορικοῦ ἔθνους· παρ’ Ὁμήρῳ παρίστανται ὡς οἱ πρῶτοι σωματέμποροι καὶ ἀπαγωγεῖς, πρβλ. ὀδ. Ν. 372 κἑξ., Ο. 415 κἑξ. ὡς Φ. ἀνήρ, Σιδώνιος κάπηλος Σοφ. Ἀποσπ. 756· πρβλ. φοινικικός. 2) θηλ., Φοίνισσα γυνὴ Ὀδ. Ο. 417· αἱ Φοίνισσαι, ὄνομα δραμάτων τοῦ Εὐριπίδου, τοῦ Φρυνίχου, κλπ.· ὡσαύτως, Φ. ἐμπολὰ Πινδ. Π. 2. 125· χθών, νῆσος Εὐρ. Φοίν. 6. 204 κλπ.· Φ. βοὰ αὐτόθι 301· Φ. κώπη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1272. ΙΙ. Καρχηδόνιος, ἐπειδὴ οὗτοι ἐκ τῶν Φοινίκων κατήγοντο, Böckh Expl. εἰς Πινδ. Π. 1. 72 (183)· οὕτω καί, Φοίνισσα ναῦς Διόδ. 13. 80. (Περὶ τοῦ Λατιν. Poenus ὡς παριστάνοντος τὸ Ἑλλην. Φοῖνιξ (πρβλ. πόρφυρος, purpura), ἴδε Curt. σ. 417) Β. φοῖνιξ, ῑκος, ὁ, ὡς προσηγορικόν, χρῶμα φοινικοῦν, βαθὺ κόκκινον ἢ πορφυροῦν, διότιεὕρεσις καὶ παλαιοτάτη χρῆσις τοῦ χρώματος τούτου ἀπεδίδετο εἰς τοὺς Φοίνικας, Ἰλ. Δ. 141., Ζ. 219, Ὀδ. Ψ. 201, κλπ.· ― ἐντεῦθεν, 2) ὡς ἐπίθ. (μετὰ θηλυκ. φοίνισσα ἐν Πινδ. Π. 1. 45., 4, 365· ἀλλὰ φοῖνιξ ὡς θηλ., ἐν Εὐρ. Τρῳ. 815· οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις ὡς οὐδέτ., Λοβεκ. Παραλ. 284) ― πυρρός, ἐπί ἵππου, Ἰλ. Ψ. 454· ἐπὶ βοός, Πινδ. Π. 4. 365, Θεόκρ. 25. 128· ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. fulvus, ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ πυρός, φοίνισσα φλὸξ Πινδ. Π. 1. 45· φοῖνιξ πυρὸς πνοὰ Εὐρ. Τρῳ. 815· πέπλος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 181, κλπ.· ― φοῖνιξ, φοινίκεος, φοινίκιος, φοινικόεις, φοινικιοῦς, ἐχρησίμευον εἰς δήλωσιν παντὸς βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, ἀπὸ τοῦ ἐρυθροῦ μέχρι τοῦ πορφυροῦ, αἱ δὲ τοῦ αὐτοῦ χρώματος λαμπρότεραι ἀποχρώσεις ἐδηλοῦντο διὰ τῶν ἐπιθέτων πορφύρεος καὶ ἁλουργής, τὸ δὲ μεταξύ τούτων χρῶμα διὰ τοῦ κόκκινος, κοκκοβαφής, ἴδε Ἀριστ. (ἢ Θεόφρ.) περὶ Χρωμ. κλπ. Ἡ ἐν λόγῳ τάξις λέξεων ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ πραγματικοῦ χρώματος, σπανίως δὲ ὡς τὸ πορφύρεος, μετὰ τῆς μεταφορικῆς σημασίας τῆς λαμπρότητος, ὡς ἐν τῷ φ. ἡνία, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95, Πρβλ. φοινός, φοινήεις, δαφοινός. Ἐντεῦθεν, ΙΙ. τὸ δένδρον φοῖνιξ, ἡ «χουρμαδ~ιά», Ὀδ. Ζ. 163, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 117, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13, Εὐρ., κλπ.· ὁ ἄρρην καὶ ὁ θῆλυς φοῖνιξ διακρίνεται παρ’ Ἠροδ. ὡς φ. ὁ ἔρσην καὶ φ. ἡ βαλανηφόρος, 1. 193· ἀλλὰ καὶ ὁ θῆλυς φοῖνιξ φέρεται διὰ τοῦ ἀρσ. γένους. πάντες (δηλ. οἱ φοίνικες) ὄντες καρποφόροι 4. 172· καὶ φοίνικες καρποφόροι πολλοί 183, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 8. 4, Διόδ. 2. 53· ― οἱ κλάδοι αὐτοῦ (σπάθαι, ἴδε Ἡρόδοτ. 7. 69) ἐχρησίμευον εἰς πλοκὴν στεφάνων νίκης, Πλούτ. 2. 723B, κλπ.· φ. ἀποδοῦναί τινι αὐτόθι 1045D· οἶνος φοινίκων (πρβλ. φοινικήιος) Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14, πρβλ. 1. 5, 10. 2) ὁ καρπὸς τοῦ δένδρου τούτου, ἡ βάλανος τοῦ φοίνικος, ὁ «χουρμᾶς», Ἑλλάνικ. 157· βότρυς, ῥόας, φοίνικας, ἕτερα νώγαλα Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 1. Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ὀρθότερον, ἡ τοῦ φοίνικος βάλανος Ἡροδ. 1. 193· καρπὸς φοίνικος Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 22· πρβλ. φοινικοβάλανος. 3) φυλλωτὸς κλάδος τοῦ φοίνικος, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 34. 43. ΙΙΙ. εἶδος χαμαιριφοῦς φοίνικος ἔχοντος πλατὺ καὶ μαλακὸν φύλλον ἐξ οὗ πλέκουσι φορμοὺς καὶ σπυρίδας, Lolium. perenne, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 11· εἶδος ἀγρίας καλάμης φυομένης ἐν ἀρούραις καὶ ἐπὶ στεγῶν νεοκαταχρίστων καὶ ἐχούσης φύλλα ὅμοια κριθῇ, βραχύτερα δὲ καὶ στενώτερα, Διοσκ. 4. 43. IV. μουσικὸν ὄργανον ὅμοιον κιθάρᾳ ἢ εὐρεθὲν ὑπὸ τῶν Φοιν., Ἡρόδ. 4. 192· «φοίνικα δὲ τὸ ὄργανον Ἔφορος καὶ Σκάμων ἐν τοῖς περὶ εὑρημάτων ὑπὸ Φοινίκων εὑρεθέντα ταύτης τυχεῖν τῆς προσηγορίας» Ἀθήν. 637Β· πρβλ. φοινίκιον ΙΙ. V. τὸ μυθικὸν πτηνὸν φοῖνιξ, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀποσπάσμ. 50. 4· κατὰ τὸν παρ’ Ἡροδ. 2. 73 μῦθον ἤρχετο ἐξ Ἀραβίας εἰς Ἡλίου πόλιν (Ἡλιόπολιν) κατὰ πᾶν 500ὸν ἔτος, πρβλ. Ἀντιφάνην ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1· ἀλλὰ κατὰ μεταγενεστέρους μύθους ἧτο Ἰνδικὸν πτηνόν, ὅπερ ἐνεφανίζετο κατὰ περιόδους 500 ἢ 1461 ἐτῶν, Φιλόστρ. 134· ― παροιμ., φοίνικος ἔτη βιοῦν Λουκ. Ἑρμότ. 53· πρβλ. Boch?rt Hleloz. 2. 6, 5, Creuzer’s Symb. 1. σ. 438, Jacobson εἰς Κλήμεντα Ρώμης 1. 25, Lewis Astr. of Anc. σ. 283. Γ. [Ἐν πάσῃ σημασίᾳ ἡ λέξις ἔχει ῑ ἐν τῇ γενικῇ· ἀλλ’ ὁ Ἡρῳδιαν., ὁ Χοιροβ., ὁ Πρισκιανὸς κλπ., ἔγραφον τὴν ὀνομαστ. φοῖνιξ, προπερισπωμ., δεχόμενοι ὅτι τὰ φωνήεντα ι καὶ υ οὐδέποτε εἶναι μακρὰ φύσει πρὸ τοῦ διπλοῦ ξ, (Α. Β. 1429). ― Τοῦτο, φαίνεται, ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς ἀρχαίας προφορᾶς. Πρβλ. κῆρυξ, καὶ ἴδε Κόντον ἐν Ἕλληνι Φιλολόγῳ 1871, Ἀριθμ. 3, σ. 45 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ικος;
adj.
1 phénicien;
2 carthaginois.
Étymologie: DELG aucun parallèle en sémit. ; pê emprunt à une langue non sémit. V. φοῖνιξ.