κλύδων
English (LSJ)
[ῠ], ωνος, ὁ,
A wave, billow, and collectively, surf, rough water, Od.12.421; πόντιος κ. A.Pr.431 (lyr.), S.OC1687 (lyr.); κ. πελάγιος, θαλάσσιος, E.Hec.701, Med.29; Θρῄκιος κ. S.OT197 (lyr.); κ. ἄγριος Tim.Pers.146: in Prose, prob. in Th.2.84 (Phot., Suid., κλυδωνίῳ codd.), cf. Thphr.Char.25.2; πνεῦμα καὶ κ. Arist.HA548b13; κ. καὶ χειμών Id.PA685a32: pl., Lyc.474, Plb.10.10.3. 2 Medic., splashing in the stomach and chest, Gal.1.348, al.; of sound heard in pleurisy, Id.8.285; ἢν κ. ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς flood of humours, Aret.SA1.5; ofinternal water in dropsy, Id.SD2.1. II metaph., κ. κακῶν sea of troubles, A.Pers.599; κ. ξυμφορᾶς S.OT1527 (troch.); κ. ἔφιππος flood of chariots, Id.El.733; πολέμιος κ. E.Ion 60; πολὺς κ. δορός Id.Supp.474; ἔριδος κ. Id.Hec.116 (anap.); πόλις ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη Pl.Lg.758a; κ. καὶ μανία D. 19.314; ἐν χειμῶνι πολλῷ καὶ κ. τῆς πόλεως Plu.Cor.32, cf. M.Ant.12.14; κ. ἀλογίας Hierocl.in CA26p.479M.