ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
branchĭa, æ, plus souvent -ĭæ, ārum, f. (βράγχια), branchies, ouïes de poisson : Plin. 9, 16 || gorge de l’homme : Isid. Orig. 4, 7, 13.