ἄλλυδις
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Adv., (ἄλλος) Ep. for ἄλλοσε,
A elsewhither, in Hom. only with ἄλλος, ἄ. ἄλλος one hither, another thither, Il.11.486, Od.5.71, cf.A.R.2.980, etc.; τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ his colour changes now one way, now another, Il.13.279; imitated from Hom. by Eup.159.11; later by itself, AP15.24.1 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 107] = ἄλλῃ, anderswohin, bei Hom. nur mit hinzugefügtem ἄλλος, nur als fünfter oder als zweiter Fuß; Versanfang Iliad. 11. 745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, der Eine hierhin, der Andere dorthin, 21, 503 πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα, Od. 6, 138 τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη, 14, 25 ᾤχοντ' ἄλλυδις ἄλλος; – Versende Iliad. 11, 486 διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, 17, 729 διά τ' ἔτρεσαν ἄλλ υδις ἄλλος, 12, 461 διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη, Od. 5, 71 τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη, 11, 385 ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλην, 14, 35 σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον; auch mit ἄλλῃ, Iliad. 13, 279 τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, Od. 5, 369 διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, 9, 458 ἄλλυδις ἄλλῃ (ῥαίοιτο); – oft bei sp. D.; Theocr. 22, 20; Ap. Rh. 2, 980.
French (Bailly abrégé)
adv.
ailleurs avec ou sans mouv. : ἄλλυδις ἄλλη OD l’une d’un côté, l’autre de l’autre ; ἄλλυδις ἄλλῃ IL tantôt ici, tantôt là ; tantôt d’une façon, tantôt d’une autre.
Étymologie: ἄλλος.
English (Autenrieth)
to another place, always with ἄλλος, or with ἄλλῃ, ‘now in one way, now in another,’ ‘now this way, now that.’