βοτάνη

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτάνη Medium diacritics: βοτάνη Low diacritics: βοτάνη Capitals: ΒΟΤΑΝΗ
Transliteration A: botánē Transliteration B: botanē Transliteration C: votani Beta Code: bota/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (βόσκω)

   A pasture, Il.13.493, Pl.Prt.321b, etc.; ἐκ βοτάνης ἀνιόντα Theoc.25.87; ἐν β. Id.28.12; ἔγρονται ἐς βοτάναν E.Fr.773.29; β. ἁ λέοντος the lion's pasture, i.e. Nemea, Pi.N.6.42: metaph., ὥσπερ ἐν κακῇ β. τρεφόμενοι Pl.R.401c.    2 fodder, Od. 10.411.    3 herb, Thphr.HP4.4.13, Dsc.1 Praef.1 (pl.), etc.    4 in pl., plants, as material for making clothes, opp. δοραί, Diog. Oen. 10.    5 weeds, Thphr.HP2.7.5, POxy.729.22 (ii A. D.): in pl., Gp. 2.46.2.    6 ἱερὰ β., = περιστερεών, Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, Futter-, Weidekraut, bei Sp. = Pflanze: Hom. zweimal, Odyss. 10, 411 βοῦς ἀγελαίας, ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται; Iliad. 13, 493 ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης, entweder = vom Weideplatze fort, räumlich, oder zeitlich, = nach dem Weiden, nachdem sie gefressen; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ βοτάνης ἐστὶ μετὰ τὴν βόσκησιν, ὡς λέγομεν »ἐξ ἀρίστου παρέσομαι« ἀντὶ τοῦ μετὰ τὸ ἄριστον. Vgl. Odyss. 10, 159 ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῦ ὕλης πιόμενος; Iliad. 16, 365 ὡς δ' ὅτ' ἀπ' Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, d. h. nachdem unmittelbar vorher noch klare Luft, heiteres Wetter gewesen war. – Pind. N. 6, 43 βοτάνα τέ νιν πόθ' ἁ λέοντος νικάσαντ' ἔρεφ' ἀσκίοις Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν, Selinon; Eur. Cycl. 45: frgm. Phaeth. 2, 29; Theocrit. 28, 12; Att. Prosa, z. B. Plat. Prot. 321 b.

Greek (Liddell-Scott)

βοτάνη: [ᾰ], ἡ, (βόσκω) τροφὴ τῶν ζῴων, χόρτος, Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος νομή, δηλ. ἡ Νεμέα (πρβλ. χόρτος), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ λάχανον, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
herbe à paître ; pâturage.
Étymologie: R. Βοτ, v. βόσκω.

English (Autenrieth)

(βόσκω): fodder, grass, Il. 13.493 and Od. 10.411.