διαπέτομαι
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
( διΐπταμαι Hdn., v.infr.), aor.-επτάμην (v. infr.): aor. Act.
A -έπτην Luc.DMeretr.9.4: pres. διαπέταται S.OT1310 (lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through, διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99; ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp.860; δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217: c. acc., E.Med.1, Ar.V.1086. II fly away, vanish, διαπτομένη οἴχεσθαι Pl.Phd.70a, 84b, etc.; of Time, E.HF507. III of a report, fly in all directions, διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀθήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v. l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
Greek (Liddell-Scott)
διαπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ δῖον οὖ βέλος διέπτατο Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. ἀφίπταμαι, πετῶ μακράν, ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέπτην;
1 voler à travers;
2 s’envoler, càd se dissiper, s’évanouir.
Étymologie: διά, πέτομαι.