ἡνία

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνία Medium diacritics: ἡνία Low diacritics: ηνία Capitals: ΗΝΙΑ
Transliteration A: hēnía Transliteration B: hēnia Transliteration C: inia Beta Code: h(ni/a

English (LSJ)

(A), Dor. ἁνία, ίων, τά (v. sub fin.),

   A reins, Il.5.226, Od.3.483, Hes.Sc.95, Pi.P.4.18, I.1.15: rare exc. in Poets, ἐφ' ἡνία,= ἐφ' ἡνίαν (v. sq.), Ael.Tact.19.12.    II sg., ἡνίον, τό, bit, Poll.1.148. (I.-E. [nmacrnull]siyo-, cf. Skt. nāsyam 'nose-rein', Ir. éssi 'reins'.)
ἡνία (B), Dor. ἁνία, ἡ, post-Hom.,= foreg.,

   A bridle, reins, in pl., Pi. P.5.32, A.Pers.193, etc.; πρὸς ἡνίας μάχεσθαι Id.Pr.1010; εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡ. Pl.Phdr.254c: less freq. in sg., Ἥλιε . . ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡ. S.Aj.847; ἡ. χαλᾶν E.Fr.409: the sg. for one rein, ἔπειτα λύων ἡ. ἀριστεράν S.El.743.    2 metaph., Ἔρως . . ἡνίας ηὔθυνε παλιντόνους Ar.Av.1739; δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ' ἕν' ἡνίας ἔχειν E.Andr.178; ἐφεῖναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡ. τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; παραλαβοῦσαι τῆς πόλεως τὰς ἡ. Ar.Ec.466; τούτῳ παραδώσω τῆς πυκνὸς τὰς ἡ. Id.Eq. 1109; γαστρὸς πᾶσαν ἡ. κρατεῖν Men.Mon.81; τῷ δήμῳ τὰς ἡ. ἀνείς Plu.Per.11; ἐνδιδόναι τοῖς βουλήμασι τὰς ἡ. D.H.7.35; παρὰ τὴν ἡ. πράττειν Philostr.Im.2.18; πρὸς ταῖς ἡ., of high officials, BCH32.431 (Delos); ἐπὶ τῶν ἡ. LXX 1 Ma.6.28.    3 as a military term, ἐφ' ἡνίαν wheeling to the left (the left being the bridle hand), Plb. 10.23.2, Ascl. Tact.10.2, Polyaen.4.3.21; [τὸν ἵππον] περισπάσας ἐφ' ἡνίαν τῷ χαλινῷ Plu.Marc.6; ἐξ ἡνίας, opp. ἐκ δόρατος, Plb.11.23.6.    II any leather thong, esp. sandal-thong, ἡνίαι Λακωνικαί Ar.Ec.508.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, bei Hom. immer, wie Hes. ge. 95 u. sp. Ep., auch Pind. P. 4, 18 I. 1, 15, im plur. τὰ ἡνία, Zügel; sowohl bei Reit-, als bei Wagenpferden; ἡνία λάζετο χερσί Od. 3, 483; Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία Il. 8, 137; τεῖναν ἡνία σιγαλόεντα 5, 266; vom Zaum oder Gebiß, χαλινός, unterschieden, 19, 394; περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινόν Plut. Alex. 6; ἀκηράτοις ἁνίαις Pind. P. 5, 45; ἐν ἡνίαισιν εἶχεν εὔαρκτον στόμα Aesch. Pers. 189; πρὸς ἡνίας μάχῃ, gegen den Zügel kämpfen, in den Zügel beißen, Prom. 1012; ἐπίσχων χρυσόνωτον ἡνίαν Soph. Ai. 834; ἡνίας χεροῖν ἔσεισαν El. 702; λύων ἡνίαν ἀριστεράν 733; μάρπτει χερσὶν ἡνίας Eur. Hipp. 1188; übertr., δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ' ἕν' ἔχειν ἡνίας Androm. 178; Ar. sagt auch ἡνίαι πόλεως, τῆς Πυκνός, Eccl. 466 Equ. 1 105; Plat. öfter im plur., ἡνίας εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι Phaedr. 254 c, ἐφεῖ. ναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, die Zügel anlegen, anziehen u. nachlassen, Prot. 338 a, καὶ χαλινός Rep. X, 601 c; Folgde oft übertr. für Lenkung, Regierung, Gewalt, τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀνείς Plut. Pericl. 11, ihm den Zügel schießen lassend; ἐνεδίδου τοῖς βουλήμασι τὰς ἡνίας D. Hal. 7, 35; παρ' ἡνίαν ποιεῖν, ungehorsam, unfolgsam sein, Philostr. Imagg. 2, 18; – ἀφ' ἡνίας u. ἐφ' ἡνίαν, von der Rechten nach der Linken, Polyaen. 4, 3, 21; vgl. Plut. Harc. 6. – Allgemeiner, lederner Riemen, Schuhriemen, χάλα συνάπτους ἡνίας Λακωνικάς Ar. Eccl. 508, Schol. τὰς συναπτούσας καὶ δεσμούσας τὰ ὑποδήματα.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνία: -ων, τά (ἴδε ἐν τέλ.) ἡνίαι, χαλινός, συχνάκις παρ’ Ὁμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τοῦτον τὸν οὐδ. πληθ. τύπον, Ἰλ. Ε. 226, Ὀδ. Γ. 483, κτλ.· οὕτως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95, Πίνδ.· ἐνῷ οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς ἀείποτε χρῶνται τῷ θηλ. τύπῳ ἡνία (ὃ ἴδε)· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Ἰλ. Ε. 262, 322· κατὰ δ’ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω, ἔσυραν πρὸς τὰ ὀπίσω, Τ. 394, πρβλ. Γ. 261. ΙΙ. ἑνικ. ἡνίον, τό, χαλινός, Πολυδ. Α΄, 148. (Ὑποκορ. κατὰ τύπον καὶ τονισμὸν ὑποδεικνύον οὐσιαστ. ἧνος ἢ ἧνον· ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι yam (tenere, coërcere), πρβλ. yantr (auriga))

French (Bailly abrégé)

1ων (τά) :
v. ἡνίον.
2ας (ἡ) :
bride, rêne : ἡνίας ἐπισχεῖν SOPH retenir les rênes ; ἐφ’ ἡνίαν, de droite à gauche, sur la gauche ; fig. τὰς ἡνίας τινὶ ἀνιέναι PLUT lâcher la bride à qqn ou à qch.
Étymologie: DELG étym. douteuse.

English (Autenrieth)

pl.: reins; often adorned with gold or ivory, σῖγαλόεντα, Il. 5.226.