στίβη
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,= στίμμι, Phryn.PSp.118 B., AB114. II στιβή, ἡ,= stipa, Gloss. (fort. στοιβή,= stuppa).
στίβ-η [ῑ], ἡ,
A rime, hoar frost, Od.5.467, 17.25, Call.Epigr.33. (Perh. cogn. with στέαρ.) II= ἀνδράχνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von στείβω, wie πάγος, πάχνη von πήγνυμι). – 2) = στίβι, B. A. 68. 114, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
στίβη: [ῑ], ἡ, πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ στείβω, ὡς τὸ πάγος, πάχνη, ἐκ τοῦ πήγνυμι).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gelée blanche.
Étymologie: στείβω.