ἐπεγείρω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A awaken, rouse up, τινά Od.22.431, Thgn.469, Ar.Av. 83:—Pass., to be roused from sleep, wake up, Hom., only in aor. forms ἐπέγρετο, ἐπεγρόμενος, Il.10.124, 14,256, Od.20.57; μέχρι ἐπέγρωνται Hp.Morb.Sacr.1; φεύγετε . . ἄνδρ' ἐπεγειρόμενον E.HF1083 (anap.); δόξαι, αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Pl.Men. 86a: pf. ἐπήγερται is dub. l. in Luc.Zeux.4. II metaph., awaken, excite, πόλεμον εὕδοντ' Sol.4.19; διωγμόν Act.Ap.13.50; τὸ πάλαι κείμενον κακόν S.OC510 (lyr.); ἐπὶ . . θρῆνον ἐ. ib.1778 (anap.); ὅσον ἑσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Pl.R.450b; stir up, τὸ Ἑλληνικόν Hdt.7.139; τὰς ψυχάς Act.Ap.14.2; ἡμᾶς εἰς τὴν νεότητα μνήμῃ ἐ. Pl.Lg.657d; τοῦ ἐπεγείροντος ὥσπερ μύωπος δεήσει Socr.Ep.1.6:—Pass., ἐπηγέρθη [ἡ Ταλθυβίου μῆνις] Hdt.7.137; ἐπηγείροντο ταῖς ψυχαῖς D.S. 14.52. III erect, raise, τὰς ἀκάνθας -ων erecting his prickles, like certain fish when irritated, Com.Adesp.1338 ( = [S.]Fr.1121); ὅταν ἐπεγερθῶσιν φλύκταιναι Philum.Ven.17.5.
German (Pape)
[Seite 908] (s. ἐγείρω), aufwecken (wieder, noch dazu); Od. 22, 431; Eur. Herc. Fur. 1084; Ar. Nubb. 79; ἐπεγείρουσα νύκτωρ Plat. Legg. IX, 854 a. – Uebertr., aufregen; δεινὸν μὲν τὸ πάλαι κεί. μενον ἤδη κακὸν ἐπεγείρειν Soph. O. C. 511; ἑσμὸν λόγων Plat. Rep. V, 450 b; Phil. 36 d; αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Men. 86 a; ἐπηγέρθη ἡ μῆνις Her. 7, 137; στάσιν ἔμφυλον πόλεμόν θ' εὕδοντ' ἐπεγείρει Solon. frg. bei Dem. 19, 255, v. 19; ἐπηγείροντο ταῖς ψυχαῖς, sie wurden ermuthigt, D. Sic. 14, 52; πρός τι, zu Etwas anregen, Luc. – Dazu gehört der aor. sync. ἐπηγρόμην, ich wachte auf, Il. 10, 124 Od. 20, 57; ἐπέγρετο Theocr. 24, 34; perf. ἐπεγρήγορα, bei Plut. Brut. 36, φύσει ἦν ἐπεγρηγορώς, aufgeweckt, wachsam, woraus Tzetz. ein adj. ἐπεγρήγορος gemacht hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγείρω: ἐξεγείρω, ἐξυπνίζω, μήπω τήνδ’ ἐπέγειρε Ὀδ. Χ. 431, Ἡρόδ. 7. 139, Ἀριστοφ. Ὄρν. 83· μήθ’ εὕδοντ’ ἐπέγειρε Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 9: - Παθ., ἐξεγείρομαι, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζομαι, Ὅμ. μόνον ἐν τοῖς τύποις ἐπέγρετο, ἐπεγρόμενος (οἵτινες πιθαν. ἐγένοντο ἐκ συντετμημένου ἀορ. ἐπηγρόμην, πρβλ. ἔγρομαι), Ἰλ. Κ. 124, Ξ. 256, Ὀδ. Υ. 57· φεύγετε... ἄνδρ’ ἐπεγειρόμενον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1084· δόξαι, αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Πλάτ. Μένων 86A· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. ἐπεγρηγορώς· ἐπὶ παθητ. σημασίας, ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Πλουτ. Βροῦτ. 36, ἔνθα ἴδε Schäf. II. μεταφ., διεγείρω, ἐξεγείρω, στάσιν Σόλων 3. 19· τὸ πάλαι κείμενον κακόν... ἐπεγείρειν Σοφ. Ο. Κ. 510· ἐν τμήσει, ἀλλ’ ἀποπαύετε μηδ’ ἐπὶ πλείω θρῆνον ἐγείρετε αὐτόθι 1778· ὅσον ἑσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Πλάτ. Πολ. 450B: - Παθ., ἐπηγέρθη ἡ Ταλλυβίου μῆνις Ἡρόδ. 7. 137· ἐπηγείροντο ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 14. 52.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεγερῶ, etc.
1 tr. réveiller, éveiller ; avec sign. Pass. au part. pf. ἐπεγρηγορώς qui est réveillé;
2 fig. réveiller, ranimer : πάλαι κείμενον κακόν SOPH un mal depuis longtemps assoupi;
3 NT fig. susciter, provoquer.
Étymologie: ἐπί, ἐγείρω.
English (Autenrieth)
aor. mid. ἐπέγρετο, part. ἐπεγρόμενος: awaken (at some juncture), Od. 22.431; mid., wake up (at), Il. 10.124, Od. 20.57.