κατίσχω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατίσχω Medium diacritics: κατίσχω Low diacritics: κατίσχω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΩ
Transliteration A: katíschō Transliteration B: katischō Transliteration C: katischo Beta Code: kati/sxw

English (LSJ)

collat. form of κατέχω,

   A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321; τὰς νέας Hdt.2.115; θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14:—Med., keep by one, γυναῖκα νέην... ἥν τ' αὐτὸς . . κατίσχεαι Il. 2.233.    II possess, occupy, οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA626b18.    III = κατέχω A. IV, ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57.    IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28.    2 of ships, put in, Th.7.33.

German (Pape)

[Seite 1402] (s. ἴσχω), p. auch καταΐσχω, = κατέχω; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται (νῆσος) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. ἀνίσχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατίσχω: καὶ καταΐσχω, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κατέχω (πρβλ. κατισχάνω), κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς κτῆμα, ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ νῆσος) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, ἔνθα ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος, καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ διευθύνω πρός τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, εἰσάγω εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. ἀνίσχω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
I. tr. 1 retenir, arrêter, acc.;
2 contenir, diriger : νῆα ἐς πατρίδα OD un navire vers la terre de la patrie;
II. s’emparer de, envahir, occuper, acc. ; Pass. être rempli, occupé : ποίμνῃσιν OD par des pâturages ; intr. σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ HDT la lumière tombant du ciel se répand (sur le monde);
Moy. κατίσχομαι seul. prés. retenir pour soi ou chez soi, acc..
Étymologie: κατά, ἰσχω.

English (Autenrieth)

and καταΐσχω, inf. κατισχέμεν(αι), pass. καταΐσχεται: hold down, occupy, Od. 9.122; hold back, Il. 23.321; hold to a course, steer, νῆα, Od. 11.456; mid., keep for oneself, Il. 2.233.