σήμερον

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήμερον Medium diacritics: σήμερον Low diacritics: σήμερον Capitals: ΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: sḗmeron Transliteration B: sēmeron Transliteration C: simeron Beta Code: sh/meron

English (LSJ)

Adv.

   A to-day, Il.7.30, Od.17.186, E.Rh.683, PHib.1.65.13 (iii B.C.), SIG1181.11 (Rhenea, ii B.C.), Ev.Matt.27.19, etc.; Dor. σάμερον [ᾱ] Pi.O.6.28, P.4.1; Att. τήμερον Cratin.123, Ar.Eq.68, etc., cf. Moer.p.364 P. (though σήμερον is sts. found in Com., Hermipp.80, Philem.121); εἰς τ. Pl.Smp.174a; τὸ τ. ib.176e; τὸ τ. εἶναι to-day, Id.Cra.396e; ἡ τ. ἡμέρα D.4.40; also in the form τήμερα Ar.Fr.401 (s.v.l.), cf. 296. (Prob. fr. κyᾱμερον, containing stem [kcirc ]yo- 'this', cf. Lith. šis 'this', Lat. ci-tra: σήμερον (τήμερον) is to ἡμέρα as σῆτες (τῆτες) to ἔτος.)

German (Pape)

[Seite 875] adv., heute; Hom.; ἡ σήμερον, sc. ἡμέρα, der heutige Tag; att. τήμερον, w. m. s., dor. σάμερον, Pind. Ol. 6, 28 P. 4, 1. 12, 29; Eur. Rhes. 683.

Greek (Liddell-Scott)

σήμερον: Ἐπίρρ., σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Η. 30, Ὀδ. Ρ. 186, κτλ., Εὐρ. Ρῆσ. 683· Δωρ. σάμερον Πινδ. Ο. 6.47, Π. 4.1· - ὁ συνήθης Ἀττ. τύπος ἦτο τήμερον, Κρατῖν. ἐν «Νομ.» 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 68, κτλ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 364· (ἂν καὶ ὁ τύπος σήμερον ἀπαντᾷ ἐνιαχοῦ τῶν κωμικῶν ποιητῶν, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 29)· εἰς τήμερον Πλάτ. Συμπ. 174Α· τὸ τήμερον αὐτόθι 176Ε· τὸ τ. εἶναι, διὰ τὴν σήμερον, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 396D· ἡ τ. ἡμέρα Δημ. 51.23· - ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ τήμερα («σήμερα») Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 354. (Τὸ σ ἢ τ πιθανῶς προυτάχθη ἁπλῶς χάριν τῆς προφορᾶς· πρβλ. τὸ Σανσκρ. sa, sá (oὗτος, ἐκεῖνος, Ἀγγλ. he, she)· - τὸ σήμερον (τήμερον) σχετίζεται πρὸς τὸ ἡμέρα, ὡς τὸ σῆτες (τῆτες) πρὸς τὸ ἔτος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σήμερον· αὐτίκα. ταχύ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 331.

French (Bailly abrégé)

att. τήμερον;
adv.
aujourd’hui ; ἡ τήμερον ἡμέρα, abs.σήμερον (ἡμέρα) PLUT le jour d’aujourd’hui, aujourd’hui.
Étymologie: préfixe pron. *σα- ou *τα-, de ὁ, ἡ, τό, et ἡμέρα.

English (Autenrieth)

(Att. τήμερον, τῇ ἡμέρᾳ): to-day.