μυχμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, (μύζω A)
A = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.
German (Pape)
[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.
Greek (Liddell-Scott)
μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.
English (Autenrieth)
(μύζω): moaning, Od. 24.416†.