προμανθάνω
English (LSJ)
A learn beforehand, and (aor.) know beforehand, ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60, cf. Com.Adesp.785 (= Trag.Adesp.241); οὔτε π. οὐδὲν οὔτ' ἐπιμαθών Th.1.138: c. acc., learn gradually or by rote, ἄθλους προμαθεῖν E.Fr.912.10 (anap.); ᾆσμα Ar.Nu.966; μαθήματα Pl.Lg.643c: c. gen., dub. in Call.Fr.anon.205: c. inf., ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν τάδε (κακά Sch.) S.Ph.538.
German (Pape)
[Seite 733] (s. μανθάνω), vorher lernen, erfahren; τὸ μὴ προμαθεῖν, Pind. Ol. 8, 60; ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; Ar. Nubb. 953; προμεμαθηκέναι, Plat. Legg. I, 643 c; Thuc. 1, 138.
Greek (Liddell-Scott)
προμανθάνω: μανθάνω προηγουμένως, καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω προηγουμένως, Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· οὔτε πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, συνηθίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.
French (Bailly abrégé)
f. προμαθήσομαι, ao.2 προὔμαθον, etc.
apprendre d’avance ; à l’ao.2 avoir appris d’avance, savoir, acc..
Étymologie: πρό, μανθάνω.
English (Slater)
προμανθάνω
1learn beforehand, be foresighted ἄγνωμον τὸ μὴ προμᾰθεῖν (O. 8.60)