ποτίκολλος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
ον, Dor. for πρόσκ-, Pi.Fr.241.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.
English (Slater)
ποτίκολλος
1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
English (Slater)
ποτίκολλος
1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.