ὄσσε
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τώ, prop. neut. dual,
A the two eyes, nom. and acc. freq. in Hom., who however adds the Adj. in the pl., ὄ. φαεινά, αἱματόεντα, Il.13.435, 616 (dual φαεινώ 14.236): and the Verb in the sg., πυρὶ δ' ὄ. δεδήει 12.466 ; ὀξύτατον κεφαλῆς ἒκ δέρκεται ὄ. 23.477 ; ἐν δέ οἱ ὄ. δαίεται Od.6.131 : later gen. pl. ὄσσων Hes.Th.826, A.Pr.400 (lyr.), Supp.Epigr. 3.400.5 (Delph., iii B.C.); dat. ὄσσοις, ὄσσοισι, Hes.Sc.145, 426,430, Sapph.29, A.Pr.144 (lyr.), 679, Ag.469 (lyr.), S.Ant.1231, Ichn.47, etc.; Eust.58.28 cites also dat. ὄσσει, and Hsch. gen. pl. ὀσσέων. (Prob. I.-E. oq[uglide]-ye, cf. ὄσσομαι, ὄψομαι.)
German (Pape)
[Seite 398] τώ, neutr. dual., mit οπ, ὄψομαι, zusammenhangend, die beiden Augen; Hom. nur nom. u. accus.; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461, u. sehr häufig in dieser Verbindung; πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ, 13, 3; ὄσσε λαμπέσθην, 21, 415; aber auch mit dem sing., ὄσσε δεδήει, 12, 466, oft; das adj. steht auch im plur. dabei, ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα, 13, 435. 617; Hes. u. Tragg., die auch den gen. ὄσσων u. dat. ὄσσοις haben, Hes. Th. 826 Sc. 145. 426. 430; ἀπ' ὄσσων Aesch. Prom. 398; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προσῇξε 144, wie Ag. 456; ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὤφελον, ὄσσοις, Soph. Trach. 994, wie Ant. 1216; ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κίδναται, Eur. Hec. 916; ἐμοὶ κατ' ὄσσων ὡρμήθη δάκρυ, Med. 906 (ὄσσε nur Aesch. Pers. 1021 Eur. Troad. 1314); so auch sp. D., ὄσσοις Ep. ad. 283 (Plan. 96), ὄσσων, Theocr. 24, 73. – Eust. Il. 58, 27 führt vom sing. auch den dat. ὄσσει an, und die Gramm. nehmen einen zweifachen nom. sing. an, ὁ ὄσσος u. τὸ ὄσσος, wovon Hesych. ὀσσέων bemerkt (vgl. ὄσσομαι).
Greek (Liddell-Scott)
ὄσσε: τώ, οὐδ. δυϊκ., οἱ δύο ὀφθαλμοί, ὀνομ. καὶ αἰτ. συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ὅμως συνάπτει τὸ ἐπίθ. κατὰ πληθ., ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα Ἰλ. Ν. 435, 616· καὶ τὸ ῥῆμα καθ’ ἐν., πυρὶ δ’ ὄσσε δεδῄει Μ. 466· ὀξύτατον κεφαλῆς ἐκδέρκεται ὄσσε Ψ. 477· ἐν δὲ οἱ ὄσσε δαίεται Ὀδ. Ζ. 131· - ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. εὑρίσκομεν γεν. πληθ. ὅσσων, κατὰ τὴν β΄ κλίσ., Ἡσ. Θεογ. 826, Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ δοτ. ὅσσοις, ὅσσοισι, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 145, 426, 430, Σαπφοῦς Ἀποσπ. 18, Αἰσχύλ. Πρ. 144, 679, Ἀγ. 470, Σοφ. Ἀντ. 1231, κτλ.· ὁ Εὐστ. 58. 28, μνημονεύει καὶ δοτ. ὄσσει, ὁ δὲ Ἡσύχ. καὶ γεν. πληθ., «ὀσσέων· ὀφθαλμῶν», ἀλλ’ οὔτε ὅσσος, τὸ, οὔτε ὅσσος, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει Spitzn. Vers. Her. 75. (Ἐντεῦθεν ὄσσομαι, ὄψομαι.)
French (Bailly abrégé)
ὄσσων, ὄσσοις, ὄσσε (τὼ);
les deux yeux : ὄσσε λαμπέσθην, ὄσσε φάανθεν, ou avec le verbe au sg. : ὄσσε δεδήει IL ses yeux brillaient.
Étymologie: p. ὄκjε, de la R. Ὀπ, voir ; cf. ὄσσομαι.
English (Autenrieth)
(root ὀπ, cf. oculus), du.: the (two) eyes, with attributes in du. or pl., and verb in all three numbers.