ἀτρέκεια

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρέκεια Medium diacritics: ἀτρέκεια Low diacritics: ατρέκεια Capitals: ΑΤΡΕΚΕΙΑ
Transliteration A: atrékeia Transliteration B: atrekeia Transliteration C: atrekeia Beta Code: a)tre/keia

English (LSJ)

ἡ, Ion. ἀτρεκ-είη, also ἀτρεκίη Man.3.229: (ἀτρεκής):—

   A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4; τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152, cf. 6.1; μαθεῖν . . τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in pl., τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3.    II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρέκεια: ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: (ἀτρεκής): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς ἀλήθεια, βεβαιότης, Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν, τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος αὐτόθι 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réalité, exacte vérité.
Étymologie: ἀτρεκής.

English (Slater)

ᾰτρέκεια
   1 precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13)

English (Slater)

ᾰτρέκεια
   1 precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13)