ἐπιγίνομαι
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐπιγίγνομαι.
English (Slater)
ἐπῐγῑνομαι
1 come after “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)
English (Slater)
ἐπῐγῑνομαι
1 come after “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)