Θρασύβουλος
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
Thrasybule « aux décisions hardies » :
1 tyran de Milet;
2 Athénien qui chassa les Trente tyrans;
3 autres.
Étymologie: θρασύς, βουλή.
English (Slater)
Θρᾰςῠβουλος son of Xenokrates of Akragas, victor in Pythian (490 B. C.) and Isthmian chariot races.
1 πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε (P. 6.15) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.44) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1) οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.31) ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1.
English (Slater)
Θρᾰςῠβουλος son of Xenokrates of Akragas, victor in Pythian (490 B. C.) and Isthmian chariot races.
1 πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε (P. 6.15) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.44) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1) οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.31) ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1.