αὔρα
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
Ion. αὔρη, ἡ,
A breeze, esp. a cool breeze from water (cf. Arist. Mu.394b13), or the fresh air of morning, once in Hom., αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.5.469, cf. h.Merc.147, Hes. Op.670, etc.: rare in early Prose, αὔρας ἀποπνεούσας [ὁ Νεῖλος] μοῦνος οὐ παρέχεται Hdt. 2.19; αὔρα φέρουσα ἀπὸ χρηστῶν τόπων ὑγίειαν Pl.R.401c, cf. X.HG 6.2.29, Smp.2.25. 2 metaph., θυμιαμάτων αὖραι the steam of incense, Ar.Av.1717; ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, of a well-fried fish, Antiph.217.22; δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com. 2.40; αὔρῃ φιλοτησίῃ of the attractive influence of the female, Opp. H.4.114. 3 metaph., of the changeful course of events, μετάτροποι πνέουσιν αὖ. δόμων E.El.1148 (lyr.); πολέμου μετάτροπος αὔ. Ar.Pax 945; of a bodily thrill, E.Hipp.166; ψυχᾶς ἀδόλοις αὔραις guileless movements of soul, Id.Supp.1029 (lyr.), cf. 1048. 4 Αὖραι personified, Q.S.1.684, Orph.A.340. 5 epileptic aura, Gal.8.94, Alex. Trall.1.15. (Cf. ἀήρ (ᾱϝέρ-) , ἄελλα, ἄημι.)
German (Pape)
[Seite 394] (ἄω, αὔω), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει ἠῶθι πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, ποντιάς Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.
Greek (Liddell-Scott)
αὔρα: Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ ῥῆμα ἄημι) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, κυρίως δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ συχν. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ Νεῖλος μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων αὔρα, ἡ εὐώδης πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· δεῖπνον ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου μετάτροπος αὔρα Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ ὀξέως πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ σῶμα, δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ αὔρα Εὐρ. Ἱππ. 165· εὐναῖος γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· ἔνθα ἡ φράσις, αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. souffle d’air ; particul.
1 brise qui vient d’un cours d’eau, de la mer, etc. ; air frais du matin;
2 vent en gén. ; fig. en parl. du cours incertain ou changeant des événements;
II. p. ext. souffle, exhalaison, odeur (de l’encens, d’un mets).
Étymologie: R. ἈϜ souffler ; cf. ἄω, ἄημι.
English (Slater)
αὔρα
1 breeze νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72) ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (τὴν χλανίδα. Σ.) (O. 9.97) σὺν Νότου δ' αὔραις (P. 4.203)
English (Slater)
αὔρα
1 breeze νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72) ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (τὴν χλανίδα. Σ.) (O. 9.97) σὺν Νότου δ' αὔραις (P. 4.203)