διψάω
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
late Ep. διψ-ώω Tryph.548, AP11.57 (Agath.): Ion. διψ-έω Archil.68; part.
A διψεῦσα AP6.21; contr. 3sg. διψῇ Pi.N.3.6, Pl.Phlb.35b; inf. διψῆν Hdt.2.24, S.Fr.735, Ar.Nu.441, etc.: impf. 3sg. ἐδίψη Hp. Epid.3.1.β,γ (διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax.366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): fut. -ήσω X.Mem.2.1.17: aor. ἐδίψησα Pl.R.562c: pf. δεδίψηκα Hp.Cord.2, Plu.Pomp.73:—Med. (v. infr.):—thirst, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to be thirsty, parched, Hdt.2.24; δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2; of trees, Thphr.CP3.22.5:—Med., διψώμεθα Hermipp.25. 2 metaph., δ. τινός thirst after a thing, Pi.N.3.6; ἐλευθερίας Pl.R.562c: later c. acc., δ. Χῖον Teles p.8 H.; φόνον APl.4.137 (Phil.); δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6; αἷμα J.BJ1.32.2; also δ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2: c. dat., ὕδατι ib.Ex.17.3: c. inf., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1; ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Ael.VH2.41, etc.
German (Pape)
[Seite 647] (vgl. διφάω); inf διψῆν, u. so immer η statt α in der Contraction; doch διψᾷς Ath. III, 122 f. u. Sp., wie N. T.; durften; bei Homer einmal, in der interpolirten Stelle Odyss. 11, 584 στεῦτο δὲ διψάων vgl. Scholl.; Folgende; τινός, wonach, d. h. darnach verlangen, Pind. N. 3, 6; ἐλευθερίας Plat. Rep. VIII, 562 c; φόνου, p. bei Ath. X, 433; τιμῆς Plut. Cat. min. 11; seltener mit dem acc., Teles Stob. flor. 5, 67; φόνον Philp. 42 (Plan. 137); N. T.; auch mit dem inf., χαρίζεσθαι Xen. Cyr. 5, 5, 1; Ael. V. H. 3, 7. Das med. διψώμεθα hat Hermipp. bei Ath. X, 426 f.
Greek (Liddell-Scott)
διψάω: Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ ὁμαλῶς συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. -ήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, σφόδρα ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 ὡσαύτως, δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι αὐτόθι· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐδίψων, f. διψήσω, ao. ἐδίψησα, pf. δεδίψηκα;
avoir soif, être altéré ; fig. δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).
Étymologie: δίψα.
English (Autenrieth)
only part., διψάων, thirsting, Od. 11.584†.
English (Slater)
διψάω
1 thirst for met., have need of c. gen. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου (N. 3.6) μὴ νῦν νεκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ ]παῤ ἁλμυρὸν οἴχεσθον (i. e. διψῶντε) Παρθ. 2. 77.
English (Slater)
διψάω
1 thirst for met., have need of c. gen. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου (N. 3.6) μὴ νῦν νεκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ ]παῤ ἁλμυρὸν οἴχεσθον (i. e. διψῶντε) Παρθ. 2. 77.