βέλος
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
εος, τό,
A missile, esp. arrow, dart, freq. in Hom.; of the piece of rock hurled by the Cyclops, τόντονδε βαλὼν β. Od.9.495; of an ox's leg thrown by one of the suitors at Ulysses, 20.305; of a stool, 17.464; ὑπὲκ βελέων out of the reach of darts, out of shot, Il.4.465; ἐκ βελέων 11.163; ἔξω βελῶν X.Cyr.3.3.69, etc.; ἔξω βέλους Arr.An. 2.27.1, Luc.Hist.Conscr.4; opp. ἐντὸς βέλους, D.S.20.6, Arr.An. 1.2.5; εἴσω β. παρελθεῖν ib.1.6.8. 2 used of any weapon, as a sword, Ar.Ach.345, cf. S.Aj.658; an axe, E.El.1159; the sting of a scorpion, A.Fr.169; of the gad-fly, Id.Supp.556. 3 ἀγανὰ βέλεα of Apollo, Il.24.759, Od.3.280, and of Artemis, ib.5.124, denote sudden, easy death of men and women respectively; βέλος ὀξύ, of Ilithyia, pangs of childbirth, Il.11.269, cf. Theoc.27.29. 4 after Hom. of anything swift-darting, Διὸς βέλη the bolts of Zeus, lightnings, Pi.N.10.8, cf. Hdt.4.79, etc.; Ζηνὸς ἄγρυπνον β. A.Pr.360; πύρπνουν β. ib.917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of a storm, ib.373; πάγων δύσομβρα β. S.Ant.358: metaph., ὀμμάτων β. glance of the eye, A.Ag. 742; φίλοικτον β. a piteous glance, ib. 241 (lyr.); ἱμέρου β. the shaft of love, Id.Pr.649; θυμοῦ βέλη S.OT893 (s.v.l.); of arguments, πᾶν τετόξευται β. A.Eu.679, cf. Pl.Phlb.23b; β. τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος, of invective, Lib.Or.51.8; of mental anguish or fear, ἄτλατον β. Pi.N. 1.48 (v.l. δέος) ὁ φθόνος αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει AP10.111. 5 engine of war, Ph.Bel.82.8: pl., artillery, ib.97.10. (Cf. βάλλω, Lith. gélti 'sting', gēla\ 'sharp pain', OHG.quelan 'feel sharp pain'. Root g[uglide]el- 'pierce', cf. δέλλιθες.)
German (Pape)
[Seite 441] (βαλεῖν, Umlaut ε für ᾰ), τό, Wurfgeschoß, πᾶν τὸ βαλλόμενον; Hom. Iliad 11. 657 ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; 11, 380 βέβληαι, οὐδ' ἅλιον βέλος ἔκφυγεν; 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη; Odyss. 16, 277 ἤν περ καὶ διὰ δῶμα ποδῶν ἕλκωσι θύραζε ἢ βέλεσιν βάλλωσι; Odyss. 20, 305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός; 9, 495 πόντονδε βαλὼν βέλος; öfters Pfeile, geschleuderte Lanzen, Wurfspieße; Odyss. 17, 464 ist βέλος ein geschleuderter Schemel, 20, 305 ein geschleuderter Ochsenfuß, 9, 495 ein geschleuderter Felsblock, Iliad. 12, 458 ein geschleuderter Stein, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι πᾶν τὸ βαλλόμενον βέλος λέγει, καὶ νῦν τὸν λίθον; Apollon. Lex. Homer. p. 51, 8 βέλος πᾶν τὸ βαλλόμενον, κἂν λίθος εἴη· »ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλοσἤγαγε νῆα (Od. 9, 495)«. Homerisch Xen. An. 5, 2, 14 καὶ τὰ βέλη ὁμοῦ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι καὶ πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι· ἦσαν δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. Ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις. Bei Sp. auch alle von Wurfmaschinen geschleuderten Geschosse. Hom. Iliad. 4, 465 ἕλκε δ' ὑπὲκ βελέων, aus dem Bereich der Geschosse; 11, 163 Έκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ θ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ; ἔξω βελῶν Xen. Cyr. 3, 3, 69; ἐκτὸς βέλους Luc. Qu. Hist. 4; ἐντὸς βέλους Pol. 8, 7. – Unhomerisch, katachrestisch = das Schwert, Soph. Ai. 658; ὀξύθηκτον Eur. El. 1159; Ar. Ach. 345. – Διὸς βέλεα, die Blitze, Pind. N. 10, 8; πυρπάλαμον β. Ol. 11, 84; öfter; Ζηνὸς ἄγρυπνον Aesch. Prom. 358; πυρπνόον 919; κεραυνοῦ 435; Soph., z. B. Tr. 1087; Eur.; Ar. Av. 1712; vom Sturm Aesch. Prom. 371; βέλος ἐνέσκηψε θεός Her. 4, 79. – Uebertragen, von Geburtswehen, Hom. Iliad. 11, 269 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλεί θυιαι; Theocrit. 27, 27 ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειθυίας; vgl. Opp. H. 1, 591. Vom Tode, Zenodots Lesart Iliad. 11, 451 φθῆ σε βέλος θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ' ὑπάλυξας, Aristarch τέλος θανάτοιο; vgl. 11, 439 γνῶ δ' Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλθεν, wo Zenodot ebenfalls βέλος las, s. Scholl. Aristonic. und Didym. zu beiden Stellen. Ferner übertragen von allem, was einen plötzlichen Ein druck, bes. einen schmerzhaften auf das Gemüth macht, ἄτλατον β. ἔπληξε γυναῖκας Pind. N. 1, 48; ἱμέρου Aesch. Prom. 652; φίλοικτον Ag. 232; μαλθακὸν ὀμμάτων 722; von verwundenden Worten, Eum. 646; Plat. Phil. 23 b Conv. 219 b. – Ein Paar Stellen sind im Hom., wo Aristarch βέλος = Wu nde nahm: Iliad. 8, 513 ἀλλ' ὥς τις τούτων γε βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ, βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι βέλος εἴρηκε τὸ τρῶμα ὁμωνύμως τῷ τιτρώσκοντι; 14, 439 βέλος δ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα, Scholl. Aristonic. ὅτι βέλος τὸν βεβλημένον τόπον. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 70. Bei Aristaenet. βέλος καρδίας.
Greek (Liddell-Scott)
βέλος: -εος, τό, (βάλλω) πᾶν τὸ βαλλόμενον, βλῆμα, ἰδίως βέλος, ἀκόντιον, κεραυνός· συχν. παρ’ Ὁμ.· ἐπὶ τοῦ τεμαχίου βράχου ὅπερ οἱ Κύκλωπες ἐξεσφενδόνησαν, πόντονδε βαλὼν βέλος Ὀδ. Ι. 495· ἐπὶ τοῦ βοείου ποδός, τὸν ὁποῖον εἷς τῶν μνηστήρων ἔρριψε κατά τοῦ Ὀδυσσέως, Υ. 305, πρβλ. Π. 464· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Θ. 513, ἴδε πέσσω ἐν τέλει)· ὑπὲκ βελέων, ἔξω τῆς προσβολῆς τῶν βελῶν, Ἰλ. Δ. 465· ἐκ βελέων Λ. 163· οὕτω, ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69, κτλ.· ἔξω βέλους Ἀρρ. Ἀν. 2. 27, 1· ἀντίθ. τῷ ἐντός βέλους, Διόδ. 20. 6, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 5· εἴσω β. ὁ αὐτ. 1. 6, 8· - β. ἰθύνειν, ἰάπτειν, σκήπτειν, κτλ., ἴδε ἐν λέξει. 2) ὡς τὸ ἔγχος, ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ὅπλου, οἷον ἐπὶ ξίφους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 658· ἐπὶ πελέκεως, Εὐρ. Ἠλ. 1159· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ κέντρου σκορπίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, πρβλ. Ἱκέτ. 556. 3) τὰ ἀγανὰ βέλεα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε δηλοῦσι τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν γυναικῶν κατὰ τὸν προσβάλλοντα θεὸν ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Λ. 269, τὸ βέλος ὀξὺ τῆς Εἰλειθυίας εἶναι αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ· πρβλ. Θεόκρ. 27. 28. 4) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ παντὸς ταχέως πλήττοντος ἢ ἀκαριαίως ἐξακοντιζομένου, Διός βέλη, οἱ κευρανοὶ αὐτοῦ, Πίνδ. Ν. 10.15, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 79, κτλ.· Ζηνὸς ἄγρυπνον β. Αἰσχύλ. Πρ. 371· πύρπνουν β. αὐτόθι 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τρικυμίας, αὐτόθι 371· βέλη πάγων, οἱ διαπερῶντες πάγοι, οἱ διατρυπῶντες, Σοφ. Ἀντ. 358· - μεταφ., ὀμμάτων βέλος, τὸ βλέμμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, «ἡ ματιά», Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· φίλοικτον βέλος, ἐλεῆμον βλέμμα, αὐτόθι 240· ἱμέρου βέλος, τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. Πρ. 649· θυμοῦ βέλη Σοφ. Ο. Τ. 893· ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, πᾶν τετόξευται βέλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 679, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 23Β· ὡσαύτως ἐπὶ ψυχικῶν πόνων, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ φόβου ἀγωνίας, ἄτλατον β. Πίνδ. Ν. 1. 71· ὁ φθόνος αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει Συλλ. Ἐπιγρ. 1935.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. toute arme de trait ou de jet, projectile, particul.
1 javelot ; ὑπὲκ βελέων IL, ἐκ βελέων IL, ἔξω βελῶν XÉN, ἔξω βέλους LUC hors de la portée du trait;
2 quartier de roc;
3 traits de la foudre, au sg.
4 tout projectile, toute chose lancée ou qui atteint en tombant ; δύσομβρα βέλη SOPH atteintes importunes de la pluie;
II. p. ext. ;
1 épée;
2 c. βελόνη;
3 flèches ou traits (d’Apollon pour les hommes, d’Artémis pour les femmes) qui procurent une mort douce et soudaine;
4 p. anal. en parl. de tout ce qui cause une douleur vive et aiguë (douleur causée par un mot ; douleurs de l’enfantement ; souffrance causée par le froid);
5 fig. en parl. de tout ce qui blesse ou atteint le cœur ou l’esprit ; particul. traits de l’amour ; en parl. d’arguments dans une discussion.
Étymologie: R. Βαλ, lancer ; v. βάλλω.
English (Autenrieth)
εος (βάλλω): missile, shot; anything thrown, whether a shaft (arrow or dart), a stone, or the footstool hurled at Odysseus in Od. 17.464; of the effects of a shot, Il. 8.513 ; βέλος ὀξύ, sharp ‘pang,’ Il. 11.269 ; ἐκ βελέων, out of ‘range.’