ἀναδίδωμι
English (LSJ)
poet. ἀνδ-: fut. -δώσω, etc.:—
A give up, hold up and give, φιάλαν Pi.I.6(5).39, X.Smp.2.8. 2 deliver, ἐπιστολάς Plb. 29.10.7, D.S.11.45, cf. IG14.830; ψήφισμα OGI437.78 (Pergam., i B. C.). II give forth, send up, esp. of the earth, yield, καρπόν Plu.Cam.15, cf. Hp.Aër.12, E.Fr.484.4; ὡραῖα Th.3.58. 2 send up, Φερσεφόνα . . ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν Pi.Fr.133.3. 3 of a river, ἀ. θρόμβους ἀσφάλτου Hdt.1.179; of a volcano, ὰ. πῦρ καὶ καπνόν Th.3.88, etc.; ἀ. εὐωδίαν Plu.2.645f, cf. Thphr.Sud.10. 4 intr., of springs, fire, etc., burst, issue forth, Hdt.7.26, Arist.Mete.351a15 (also Pass., τὰ ἐν ἄντροις ἀναδιδόμενα ὕδατα Porph.Antr.6). 5 send up to higher authority, present by name, PFay.26.13 (ii A. D.), etc. b Math., in Pass., to be given, of elements in calculation, Vett.Val.21.1. III deal round, distribute, impart, διαβούλιον τοῖς φίλοις Plb.5.58.2; of one person, τὴν πρᾶξίν τινι 8.17.2; τοῖς λόχοις τὰς ψήφους D.H.10.57, cf. Plu.TG 11, etc.; ἀ. φήμην spread it, Id.Aem.25:—Pass., ἀνεδίδοντο χρυσοῖ στέφανοι Posidon.17. 2 Medic., distribute food, juices, etc., throughout the body, Philotim. ap.Orib.2.69.9, al.: esp. in Pass., Dieuch.ib.4.7.1, Phld.D.3.14; πέττεσθαί τε καὶ ἀναδίδοσθαι Gal. 15.457, cf. 6.650, Porph.Abst.1.47. IV Med., sell, Arist.Fr.558 (prob.f.l. for ἀποδόσθαι). V in Gramm., ἀ. τὸν τόνον throw back accent, EM739.22, Sch.Ven.Il.5.182. VI intr., go backwards, retrograde (cf. ἐπιδίδωμι), Arist. Rh.1390b28.
German (Pape)
[Seite 186] (s. δίδωμι), herausgeben, von der Erde, hervorquellen lassen, Her. 1, 179; πηγὴν ἀναδοθῆναι ἐάσω Luc. Dial. Mar. D. 6; ὡραῖα, Früchte hervorwachsen lassen, Thuc. 3, 58; πῦρ, Feuer speien, 3, 88; von den Gättern, τροφὴν ἐκ τῆς γῆς Xen. Mem. 4, 3, 5; Plat. Critia 113 e; ζῶα Menex. 237 d; ὀσμήν, einen Geruch von sich geben, Plut. Them. 8. Allgem. darreichen, φιάλαν Pind. I. 5, 38; öfter Pol., bes. unter mehrere vertheilen, 2, 33; ψῆφον, die Steine zum Abstimmen vertheilen, abstimmen lassen, Dion. H. 10, 57; Plut.; – zurückgeben, μὴ ἀνάδοτος εἴη Πλάταια Thuc. 3, 52. – Bei Pol. auch mittheilen, bes. zur Berathung vorlegen, διαβούλιον τοῖς φἰλοις, 5, 58. 102; φήμην, verbreiten, Plut. Aem. P. 25. – Intrans., hervorquellen, αἱ πηγαὶ ἀναδιδοῦσι Her. 7, 26; rückwärts gehen (s. ἐπιδίδωμι), Arist. rhet. 2, 15; – τοσούτου ἀναδόσθαι Arist. bei Ath. VIII, 348 b = ἀποδόσθαι. – Pass., τροφὴ ἀναδίδοται εἰς τὸ σῶμα, vertheilt sich als Nahrungssaft durch den Leib, wird verdaut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδίδωμι: ποιητ. ἀνδίδωμι: μέλλ. -δώσω, κτλ.: (ἴδε δίδωμι)· δίδω πρὸς τὰ ἐπάνω, κρατῶ τι ὑψηλὰ καὶ δίδω, Πινδ. Ι. 6. (5) 57, Ξεν. Συμπ. 2, 8. ΙΙ. παράγω, ἀναδίδω, ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς, φέρω, καρπὸν Ἡρόδ. 7. 15, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 288· τὰ ὡραῖα Θουκ. 3. 58, κτλ.· καὶ παθ. αὐξάνομαι, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. περὶ ἱδρώτων, 10. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἀναδιδόναι ἄσφαλτον Ἡρόδ. 1. 197· ἐπὶ ἡφαιστείου, ἀν. πῦρ καὶ καπνὸν Θουκ. 3. 88, κτλ.· ἀν. εὐωδίαν Πλούτ. 2. 645Ε, πρβλ. 918Β. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ πηγῶν ὕδατος, πυρός, κτλ., ἐξορμῶ, ἐξέρχομαι, Ἡρόδ. 7. 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28· πρβλ. ἐκδίδωμι ΙΙ. ΙΙΙ. διανέμω ὁλόγυρα, διαμοιράζω, παρέχω, προβάλλω εἰς συνδιάσκεψιν, διαβούλιον τοῖς φίλοις Πολύβ. 5. 58, 2, πρβλ. 8. 17, 2· τοῖς λόχοις τὰς ψήφους Διον. Ἁλ. 10. 57, Πλούτ., κτλ.· φήμην ἀνέδωκε διέδωκε, Πλουτ. Αἰμίλ. 25: - Παθ., διαδίδομαι, διανέμομαι, μεταβαίνω, Ἰατρ. καὶ ἐπὶ τροφῆς, χωνεύομαι, αὐτόθι (τὸ ἐνεργ. ὡσαύτ. ἀμετάβ., μετὰ τῆς αὐτῆς σημασ., αὐτόθι). IV. δίδω ὀπίσω, ἐπιστρέφω, ἀποδίδω, Πινδ. Ἀποσπ. 4, κατὰ γ΄ ἑν. ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν· οὕτω δὲ καὶ τὸ ἀνδώσειν (ἐὰν μείνῃ ἡ γραφὴ) πρέπει νὰ ληφθῇ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1076· ὁ Bücheler καὶ ὁ Jebb διώρθωσαν ἀντάσειν· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. - Μέσ., πωλῶ (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν ἀποδύσθαι) Ἀριστ. Ἀποσπ. 517. 2) παρὰ Γραμμ., ἀν. τὸν τόνον, ἀναβιβάζω τὸν τόνον, Schäf. Γρηγ. Κορ. 411. 3) ἀμετάβ., πορεύομαι ὀπισθοβατικῶς, ὀπισθοχωρῶ, ἀντίθ. τῷ ἐπιδίδωμι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνεδίδουν, f. ἀναδώσω, ao. ἀνέδωκα, ao.2 ἀνέδων, pf. ἀναδέδωκα;
Pass. f. ἀναδοθήσομαι, ao. ἀνεδόθην, pf. ἀναδέδομαι;
A. tr. I. (ἀνά, en haut);
1 lever le bras pour donner, tendre : τινί τι qch à qqn;
2 faire jaillir, lancer : πῦρ καὶ καπνόν THC du feu et de la fumée en parl. d’un volcan ; en parl. du sol produire : καρπόν des fruits ; θρόμβους ἀσφάλτου HDT des grains de bitume ; τροφὴν ἐκ τῆς γῆς XÉN produire de la nourriture du sein de la terre ; Pass., en parl. de production du sol croître, pousser;
II. (ἀνά, par, à travers) distribuer : φήμην PLUT répandre un bruit;
B. intr. I. (ἀνά, en haut) sourdre, jaillir;
II. (ἀνά, en arrière) se porter en arrière, reculer.
Étymologie: ἀνά, δίδωμι.