ἔρεισμα

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεισμα Medium diacritics: ἔρεισμα Low diacritics: έρεισμα Capitals: ΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: éreisma Transliteration B: ereisma Transliteration C: ereisma Beta Code: e)/reisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prop, stay, support, σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα E.HF254 ; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος,=ἐρεισάμενος, ib.108: in pl., stays of a house, Pl.Lg.793c ; props to keep a boat on shore upright (cf. ἕρμα), Theoc.21.12 ; ἁμμάτων ἐ. strong knots, E.HF1036 (lyr.); of the legs which support the body, Arist.PA689b19, IA708b15 ; of the framework of the body, Id.PA655a25, cf. HA532b3 ; of food, ἀμβροσία γαστρὸς ἔ. λεπτῆς Arch.Pap.8.256.    2 metaph., of a person, Θήρων' ἔ. Ἀκράγαντος pillar of Agrigentum, Pi.O.2.6 ; Ἑλλάδος ἔ. κλειναὶ Ἀθᾶναι Id.Fr.76, cf. Luc.Dem.Enc.10, Tim.50 ; ἔ. Ἀθηνῶν, of the (future) tomb of Oedipus, S.OC58.    b of good fortune, εἰς ἀπροσδόκητον ἔ. καταντῶσιν Vett.Val.333.30.    II contusion, Hp.Fract.11.

German (Pape)

[Seite 1024] τό, 1) das Daruntergestützte, die Stütze, οὐ σκῆπτρα χειρὸς δεξιᾶς ἐρείσματα ἀρεῖτε Eur. Herc. Für. 254; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος ἐστάλην 109, auf den Stab mich stützend; τεκτόνων ἐν οἰκοδομήμασιν ἐρείσματα Plat. Legg. VII, 793 c; τὰ πίπτοντα ὀρθοῦσιν καὶ ὑφιστᾶσιν ἐρείσματα Arist. H. A. 9, 40; Sp.; = ἕρμα, Stützen des auf dem Lande liegenden Schiffes, Theocr. 21, 12. – Uebertr., Θήρων ἔρεισμα 'Ακράγαντος Pind. Ol. 2, 7, wie Ἀθῆναι Ἁλλάδος ἔρ. frg. 46; στεναγμοὶ τῶν πόνων ἐρείσματα, Erleichterung der Mühsal, Aesch. frg. 395; Soph. nennt den Hügel Kolonos ἔρεισμ' Ἀθηνῶν, die Grundlage von Athen, worauf Athen gegründet ist, O. C. 58. – Allgemein, alles zum Stützen, Halten Dienende, πολύβροχ' ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. Herc. Fur. 1036. – 2) das Gestützte selbst; der Druck, den der gestützte Körper ausübt, Hippocr.; Aristaen. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεισμα: τό, (ἐρείδω), στήριγμα, ὑποστήριγμα, σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 254· ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος, = ἐρεισάμενος αὐτόθι 109· ἐν τῷ πληθ., τὰ στηρίγματα οἰκίας, Πλάτ. Νόμ. 793C· τὰ ὑποστηρίγματα τὰ χρησιμεύοντα ὅπως μὴ κλίνῃ τὸ πλοῖον εἰς τὰ πλάγια (πρβλ. ἕρμα), Θεόκρ. 21. 12· πολύβροχ’ ἁμμάτων ἐρείσματα, οἱ μετὰ πολλῶν βρόχων κόμβοι τῶν δεσμῶν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1036· ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ζῴων, τοῖς γὰρ τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι... ὑποκειμένων τεττάρων ἐρεισμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10. 55, περὶ Πορείας Ζ. 8. 7, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν ὀστῶν καὶ μυῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 9, 13, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 10. 2) μεταφ. ἐπὶ προσώπου, Θήρων’ ἔρεισμ’ Ἀκράγαντος, στήριγμα, στῦλον τοῦ Ἀκράγ., Πινδ. Ο. 2. 12· οὕτως, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 46· καὶ οὕτως, ἔρεισμ’ Ἀθηνῶν κεῖται (κατὰ σχῆμα προληπτικὸν) ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Κ. 58· Ἀθῆναι τῆς Ἑλλάδος ἔρ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 10, πρβλ. Τίμ. 50 (οὕτως ὁ Ὅμ., ἕρμα πόληος)· πρβλ. ἴαμα. ΙΙ. ἡ πίεσις σώματός τινος ἐπὶ τῶν στηριγμάτων, Ἱππ. 759Η.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
support, soutien ; fig. Ἀθῆναι τῆς Ἑλλάδος ἔρεισμα LUC Athènes soutien ou colonne de la Grèce.
Étymologie: ἐρείδω.