αἶσα

From LSJ
Revision as of 14:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 décision, arrêt, volonté d’un dieu ; loi, règle, convenance : κατ’ αἶσαν IL, ἐν αἴσᾳ dor. ESCHL comme il convient, selon la loi du destin, selon la loi ; ὑπὲρ αἶσαν IL en dépit du destin;
2 lot que le destin assigne à chacun, lot, destinée ; particul. durée de la vie assignée à chacun;
3 lot, part en gén. ; ἐν καρὸς αἴσῃ IL à l’égal d’un fétu;
4 le Destin, la Destinée personnifiée.
Étymologie: p.-ê. apparenté à ἶσος, « la part égale » que le destin assigne à chaque homme.

English (Autenrieth)

allotted share, or portion, lot, term of life, destiny; prov. ἐν καρὸς αἴσῃ (cf. Att. ἐν οὐδενὸς μέρει); κατ' αι<<><>>σαν, ‘as much as was my due,’ οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, Il. 6.333; ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, Il. 17.321; ὁμῇ πεπρωμένος αἴσῃ, Il. 15.209.

English (Slater)

αἶσα (αἴσας, -ᾳ, -αν.)
   a lit., share, portionἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” (P. 9.56)
   b met., lot, fortune, destiny θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (Pae. 2.58) ὀλβίᾳ δ ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a, ad Θρ. . ]τοι πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ fr. 140a. 49 (23).
   c will, ordinance of a god. Διὸς αἴσᾳ Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον (O. 9.42) ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν sc. of the Muse (N. 3.16) ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν (N. 6.13) σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (I. 9.1)
   d κατ' αἶσαν, befittingly βασιλευομέναν οὐ καταἶσαν τιμάν (P. 4.107) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.26)
   e παρ' αἶσαν, immoderately παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων (P. 8.13)
   f frag. ]ιαν αἶσαν[ Πα. 13b. 8.