ἐλέγχω
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
Od.21.424, etc.: fut.
A ἐλέγξω Ar.Nu.1043, etc.: aor. ἤλεγξα Il.9.522, etc.:—Pass., fut. ἐλεγχθήσομαι Antipho 2.4.10, X.Mem.1.7.2: aor. ἠλέγχθην Antipho l.c., Pl.Grg.458a, etc.: pf. ἐλήλεγμαι Id.Lg.805c: 3sg. ἐλήλεγκται Antiphol.c. (ἐξ-ηλεγμένοι is f.l. in Lys. 6.44): plpf. ἐξ-ελήλεγκτο D.32.27:—disgrace, put to shame, μῦθον ἐ. treat a speech with contempt, Il.9.522; ἐ. τινά put one to shame, Od. 21.424.—This usage is only Ep. II cross-examine, question, Hdt.2.115, Pl.Ap.18d, etc.; μὴ 'λεγχε τὸν πονοῦντα A.Ch.919; φύλαξ ἐλέγχων φύλακα S.Ant.260; τί ταῦτ' ἄλλως ἐλέγχεις ; Id.OT333, cf. 783; ἔλεγχ', ἐλέγχου Ar.Ra.857; ἐ. τινὰ περί τινος Id.Pl.574; ἕνεκά τινος Antiph.207.10; τὰς ἀρχὰς βασάνοις χρώμενοι ἐλεγχόντων Pl. Lg.946c: c. acc. et inf., accuse one of doing, E.Alc.1058:—Pass., to be convicted, Hdt.1.24,117; ἐλεγχόμενοι εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων D.35.36, cf. Pl.Prt.331c, 331d: with part., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Antipho 2.3.9, cf. 2.4.10; ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν X.Mem.1.7.2. 2 test, bring to the proof, ἀνδρῶν ἀρετὰν παγκρατὴς ἐλέγχει ἀλάθεια B.Fr. 10.2; πρᾶγμ' ἐ. A.Ag.1351 (Pass., τὸ πρᾶγμ' ἐλεγχθέν Ar.Ec.485); λόγον Pl.Sph.242b (Pass., Id.Tht.161e): with subject. clause, ἐ. τινά, εἰ... A.Ch.851, Ar.Eq.1232. 3 prove, τοῦτο ἐ. ὡς . . Pl.Phdr.273b, cf. Sph.256c: abs., bring convincing proof, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐ. Hdt.2.22; αὐτὸ τὸ ἔργον ἐ. Th.6.86; περί τινος D.21.5. 4 refute, confute, τινά or τι, Pl.Grg.470c, al., D.28.2, Luc.Nigr.4:—Pass., Pl.Tht.162a; χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει proves that they avail not, AP5.216 (Paul. Sil.). b put right, correct, prove by a reductio ad impossibile, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arist.SE 170a24; παράδοξα ἐ. Id.EN1146a23. 5 get the better of, στρατιὰν ὠκύτατι ἐ. Pi.P.11.49, cf. D.P.750, Him.Or.1.16. 6 expose, τινὰ ληροῦντα Pl.Tht.171d, cf. X.Mem.1.7.2, M.Ant.1.17; betray a weakness, Democr.222. 7 decide a dispute, ἀνὰ μέσον τῶν δύο LXX Ge. 31.37.
German (Pape)
[Seite 794] (perf. pass. ἐλήλεγμαι, s. ἐξελ.), 1) verschmähen, verachten; τῶν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς μήτε πόδας Il. 9, 518; Schande machen, οὔ σ' ὁ ξένος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει ἥμενος Od. 21, 424. Sonst gew. – 2) überführen, widerlegen u. dadurch beschämen; ἐμπεσεῖν δοκεῖ καὶ πρᾶγμ' ἐλέγχειν Aesch. Ag. 1324; τινὰ περί τινος, Ar. Plut. 574; ὡς οὐ καλῶς λέγομεν ἐλέγξας Plat. Soph. 259 a; οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν, ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις Gorg. 470 c; τούτων μήτε ἐλεγχθέντων μήτε ὁμολογηθέντων Soph. 241 d; geradezu = verwerfen; ἐληλεγμένων μοι τῶν φιλτάτων Luc. Nigr. 4. Uebh. darthun, zeigen (von welcher Art Etwas sei, τὸ σῶμα Anacr. 15, 32); ὡς ἅπαντά ἐστιν ὅμοια ἀλλήλοις Plat. Prot. 331 e; Soph. 256 c; εἰ ταῦτα ἦν μὴ ἱκανῶς ἔργοις ἐληλεγμένα, ὅτι δυνατὰ γενέσθαι, wenn die Möglichkeit nicht durch die That erwiesen wäre, Legg. VII, 805 c. Auch c. part., εὐθὺς ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. Hem. 1, 7, 2; ἐμὲ ἐλέγξας ληροῦντα Plat. Theaet. 171 d. Bei Pind. στρατιὰν ὠκύτητι, P. 11, 49, geradezu = besiegen, wie bei sp. D. – Ausforschen, ausfragen, untersuchen, (um darthun zu können, von welcher Art Etwas sei); ἰδεῖν ἐλέγξαι τ' αὖ θέλω τὸν ἄγγελον Aesch. Ch. 838; πότερον τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον Soph. Phil. 338, vgl. O. R. 333. 783; καθίστησιν ἑαυτὸν εἰς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν Thuc. 1, 131; λόγον Plat. Soph. 241 b; τὰς ἀρχὰς πάσας πάσαις βασάνοις χρώμενοι (alle Mittel der Untersuchung anwendend) ἐλεγχόντων, die Amtsverwaltung prüfen, Legg. XII, 946 c; τοὺς αἰχμαλώτους ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη, sie fragten sie aus, was für ein Land ein jedes sei, Xen. An. 3, 5, 14, wie 4, 1, 23. – Mit dem Ueberführen ist oft ein Zurechtweisen, Tadeln verbunden; μὴ λεγχε τὸν πονοῦντ' ἔσω καθημένη Aesch. Ch. 906; ὑπὲρ ὧν ἡμάρτανον ἐλεγχόμενοι ἤχθοντο, sie ärgerten sich, daß sie über ihre Fehler zurechtgewiesen, getadelt wurden, Xen. Hem. 1, 2, 47; 2, 2, 9; bei Soph. φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, Ant. 260, ist es mehr ein Schelten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλέγχω: Ὁμ., κτλ.: μέλλ. ἐλέγξω Ἀριστοφ. Νεφ. 1043, κτλ.: ἀόρ. ἤλεγξα Ὅμ., Ἀττ.: - Παθ., ἐλεγχθήσομαι Ἀντιφῶν 120. 21, Ξεν.: ἀόρ. ἠλέγχθην Εὐρ. Ἑλ. 885, Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ.: πρκμ. ἐλήλεγμαι Πλάτ. Νόμ. 805C· πρβλ. ἐξελέγχω. Ἀτιμάζω, τὸν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς μηδὲ πόδας, «μὴ ἀτιμάσῃς τὸν ὑπὲρ τῆς ἀξιώσεως λόγον καὶ πρεσβείας, μηδὲ τὴν ἐνθάδε ἄφιξιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 522· ἐλ. τινά, καταισχύνειν, φέρειν τινὰ εἰς ὄνειδος, Ὀδ. Φ. 424· - Αὕτη ἡ χρῆσις εἶναι μόνον Ὁμηρική, πρβλ. ἔλεγχος (τό), ἐλεγχής. ΙΙ. ἀνακρίνω, ἐρωτῶ ὅπως καταπείσω, ὅπως ἀνακαλύψω ἐνοχήν, ἢ ὅπως ἀναιρέσω, ἀνασκευάσω, ἐπιπλήττω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 2. 115· μή ’λεγχε τὸν πονοῦντα Αἰσχύλ. Χο. 919· φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Σοφ. Ἀντ. 260· τί ταῦτ’ ἐλέγχεις; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 333, πρβλ. 783· ἔλεγχ’, ἐλέγχου Ἀριστοφ. Βάτρ. 857· ἐλ. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Πλ. 574· ἕνεκά τινος Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1. 10· τινά τι Πλάτ. Λύσ. 222D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατηγορῶ τινος ἐπί τινι πράξει, Εὐρ. Ἄλκ. 1058· μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐλ. τινὰ εἰ... Αἰσχύλ. Χο. 851, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1232· ἐλ. τινὰ ὡς οὐ καλῶς λέγει Πλάτ. Σοφ. 259Α, πρβλ. Γοργ. 470C: - Παθ., εὑρίσκομαι ἔνοχος, καταδικάζομαι, Ἡρόδ. 1. 24, 117· ἐλεγχόμενοι, εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων Δημ. 935. 11, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 231C καὶ D· μετὰ μετοχ., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Ἀντιφῶν 119, 2, πρβλ. 120. 17· ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὢν Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2. 2) ἐπὶ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικτικῶν, φέρω εἰς ἀπόδειξιν, τὸ πρᾶγμ’ ἐλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· ἀναιρῶ, Δημ. 836. 10· καὶ ἑπομ., ἀπορρίπτω, Λουκ. Νιγρ. 4· χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἰσχύουσιν, Ἀνθ. Π. 5. 217: - ἀπολ., φέρω ἀπόδειξιν πειστικήν, ὡς ἀνάγκη ἐλέγχει Ἡρόδ. 2. 22· περί τινος Δημ. 516. 1· καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀποδεικνύω, Λατ. arguere, Θουκ. 6. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· τὸ πρᾶγμ’ ἐλεγχθὲν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 485. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἀποδεικνύω διὰ τῆς εἰς τὸ ἀδύνατον ἢ ἄτοπον ἀπαγωγῆς, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἐστὶ καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 9. 1. 4) καθόλου, νικῶ, καταβάλλω, στρατιὰν ὠκύτατι ἐλ. Πινδ. Π. 11. 74, πρβλ. Διον. Περιηγ. 750.
French (Bailly abrégé)
f. ἐλέγξω, ao. ἤλεγξα, pf. inus.
Pass. f. ἐλεγχθήσομαι, ao. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι);
I. dans Hom. faire honte : τινα OD à qqn;
II. p. suite
1 traiter avec mépris, acc.;
2 convaincre (d’une faute, d’un tort, d’une erreur, etc.) : ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν XÉN il sera convaincu d’être ridicule;
3 reprocher, blâmer, accuser : τινα qqn ; τι de qch ; τινά τι qqn de qch;
4 réfuter ; en gén. prouver;
5 p. ext. repousser, rejeter ; en gén. triompher de, l’emporter sur, vaincre;
6 questionner, interroger : πάθημα SOPH questionner (qqn) sur l’outrage qu’il a subi ; en gén. admettre comme moyen d’information, acc..
Étymologie: ἔλεγχος¹.
English (Autenrieth)
dishonor, bring disgrace upon, Od. 21.424 ; τῶν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς | μηδὲ πόδας, ‘put not to shame their words and mission,’ i. e. by making them vain, Il. 9.522.
English (Slater)
ἐλέγχω
1 put to shame Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (P. 11.49) in tmesis, κατὰ εἶδος ἐλέγχων (v. κατελέγχω) (O. 8.19)