Λυγκεύς
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (Slater)
Λυγκεύς son of Aphareus, brother of Idas, husband of Hypermnestra.
1 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ (N. 10.12) ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61) (Πολυδεύκης) ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.70)