δράξ

From LSJ
Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράξ Medium diacritics: δράξ Low diacritics: δραξ Capitals: ΔΡΑΞ
Transliteration A: dráx Transliteration B: drax Transliteration C: draks Beta Code: dra/c

English (LSJ)

ᾰκός, ἡ,

   A handful, πηλοῦ Batr.237; ἀλφίτων Porph.Abst.2.17.    II the hand, τίς ἐμέτρησε τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12 (so δράξ· παλάμη, Hsch.); τὰς δράκας καρτερῶς σφίγξαι Herm. ap. Stob. 1.49.44; the claw of the constellation Leo, Ptol.Alm.7.5.    III a measure, Dsc.5.87, Hero *Mens.61.9, Hsch.    IV βακχικαὶ δ., = θύρσοι, Sch.Il.6.134.

German (Pape)

[Seite 665] ακός, ὁ, auch ἡ, = δράγμα, eine Handvoll; Batr. 940; vgl. Poll. 2, 144. 147. 9, 77; LXX, u. Sp. – Die (flache) Hand; Hesych., τοὺς δράκας σφίγξας, Stob. ecl. p. 968.

Greek (Liddell-Scott)

δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ παλάμη, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

δρακός (ἡ) :
poignée, pleine main.
Étymologie: cf. δράγμα ; DELG pas d’étym. claire.

Spanish (DGE)

-ακός, ἡ
1 puño, mano cerrada τὰς δράκας κρατερῶς σφίγξας Corp.Herm.Fr.23.52, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα LXX Le.2.2, cf. 5.12, Poll.9.77
de anim. zarpa, garra de la constelación Leo, Ptol.Alm.7.5.
2 lo que cabe en el puño, puñado πηλοῦ δράκα ῥίψεν Batr.(a)237, ἀλεύρου LXX 3Re.17.12, πλῆσον τὰς δράκας σου ἀνθράκων πυρός LXX Ez.10.2, cf. I.AI 3.235, Eu.Barth.4.28, ἀλφίτων Porph.Abst.2.17
fig. puñado, pequeña cantidad δύο δρακῶν μόχθου dos puñados de afán LXX Ec.4.6, cf. Pall.H.Laus.25.3
como unidad o medida: el manojo o puñado de ὀβελίσκοι como equivalente a una unidad monetaria Heraclid.Pont.152
como medida de capacidad gener. de áridos κριθῶν Dsc.5.87, τίς ἐμέτρησεν ... πᾶσαν τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12, ὀφέν, ὅ ἐστι τῶν βʹ δρακῶν τῆς χειρὸς τὸ μέτρον Hero Mens.61.9, cf. 10, ξέστου τὸ τέταρτον Hsch.
3 cuenco de la mano, palma de la mano Hsch.δ 2308, Sch.Er.Il.11.425.
4 sent. dud., quizá vara, cetro θύρσους, τουτέστι τὰς Βακχικὰς δράκας Sch.Bek.Il.6.134.

• Etimología: Cf. δράσσομαι.