γαλακτοειδής
English (LSJ)
ές,
A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.
German (Pape)
[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.