βάκχευμα
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
German (Pape)
[Seite 427] τό, das Bacchusfest, Eur. Bacch. 40 u. öfter; Luc. Tragodop. 281; Plut Tib. Graech. 10.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu.
1 celebraciones báquicas πόλιν ... ἀτέλεστον ... τῶν ἐμῶν βακχευμάτων E.Ba.40, cf. Luc.Trag.282, Ἀγαύην ἐκ βακχευμάτων ... θώμεθα E.Ba.720, ἀντὶ εὐίων βακχευμάτων E.Cyc.25, cf. Ba.317, 569, Plu.TG 10
•gener. danza orgiástica χορείας πορνικῶν βακχευμάτων Amph.Seleuc.102
•fig. delirio ἔξω στήσομαι βακχευμάτων E.Tr.367.
2 ret. exaltación, frenesí διδάσκων ὅτι κἀν βακχεύμασι νήφειν ἀναγκαῖον Longin.16.4.