διφρίον
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τό, Dim. of δίφρος, Tim.Lex.
A s.v. σκολύθρια.
German (Pape)
[Seite 645] τό, dim. von δίφρος, kleiner Stuhl, Tim. Lex. Plut. p. 233. 273.
Greek (Liddell-Scott)
διφρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δίφρος, Τιμ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
escabel, taburete διφρία ξύλινα ID 1417B.2.77 (II a.C.), glos. a σκολύθριον Tim.Lex.s.u. σκολύθρια, cf. Lex.Tht.85, Sch.Pl.Euthd.278b, Hsch.ε 5273.