ἀκάπηλος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ον,
A free from tricks of trade, βίος Str.11.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάπηλος: -ον, = τῷ προηγ.: βίος ἀκ., βίος ἄνευ καπηλικῶν τεχνασμάτων, Στράβ. 513.
Spanish (DGE)
-ον desinteresado, βίος Str.11.8.7.