ἀκρόμαλλος

Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

ον,

   A very wooly, Str.4.4.3.

German (Pape)

[Seite 84] ἐρέα, bei Strab., wahrscheinlich μακρόμαλλος zu lesen, IV, 4 p. 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόμαλλος: -ον, ἔχων βραχὺ μαλλίον, ἀμφίβ. παρὰ Στράβ. 196, ἔνθα ὁ Κοραῆς προτείνει μακρόμαλλος.

Spanish (DGE)

-ον muy lanoso ἐρέα Str.4.4.3.