ἁμαξεύς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
έως, ὁ,
A wagoner, D. Chr.64.23: βοῦς ἁ.draught-ox, Plu.Dio38, Philostr.Gym.43.
German (Pape)
[Seite 115] έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῦς, Jochochse.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύς: έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: βοῦς ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.
French (Bailly abrégé)
ἐως (ὁ) :
1 voiturier;
2 qui traîne un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 carretero Fauorin.Fort.23, Hsch., Tz.Comm.Ar.1.82.10.
2 adj. de tiro βοῦς Plu.Dio 38, Philostr.Gym.43.