ἀναισθησία
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ἡ,
A lack of sensation, Pl.Ti.74e, Epicur.Fr.495; μετ' ἀναισθησίας without the aid of sense-perception, Pl.Ti.52b; unconsciousness, Ax.365d; insensibility to pleasure or pain, Arist.EN1109a4, 1119a7; insensibility under surgical treatment, Dsc.5.140. 2 mental obtuseness, D.22.64. 3 stupor, Aret.SA1.5.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, Unempfindlichkeit, Plat. Phil. 34 a; oft Gefühllosigkeit, Stumpfsinn, Tim. 74 e; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προελθεῖν Dem. 24, 182; Sp. Vgl. Theophr. char. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθησία: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως ἢ ἀντιλήψεως, Πλάτ. Τίμ. 52B (ἴδε ἐν. λ. ἀποκναίω): ἔλλειψις αἰσθήσεως πρὸς τὰς ἡδονὰς ἢ τὰς ἀλγηδόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 6., 3. 11, 7. 3) ἀπονάρκωσις, κῶμα, ἀναισθησία, Πλάτ. Τίμ. 74E, Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5: ἔλλειψις συνειδήσεως ἢ ἐξωτερικῆς αἰσθήσεως, Πλάτ. Ἀξ. 365D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 insensibilité;
2 stupidité, inconscience.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SA 1.5
1 insensibilidad Pl.Ti.74e, Ax.365d, Epicur.Ep.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación Pl.Ti.52b
•insensibilidad al placer o a lo desagradable, Arist.EN 1119a7
•en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.Or.M.79.1193B
•de un árbol δένδρον ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.
2 falta de percepción mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.HE 7.6
•c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56
•en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.
3 estado de inconsciencia καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres Arist.HA 514a7, cf. Hyp.Lyc.7, M.Ant.3.3
•estado de estupor, torpor Hp.Coac.466, Aret.l.c.
4 anestesia Dsc.5.140.
5 fig. insensatez Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545
•locura Hp.Ep.10.