ἀνατρέφω

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατρέφω Medium diacritics: ἀνατρέφω Low diacritics: ανατρέφω Capitals: ΑΝΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: anatréphō Transliteration B: anatrephō Transliteration C: anatrefo Beta Code: a)natre/fw

English (LSJ)

   A bring up, cherish, educate, A.Eu.523, Ev.Luc.4.16,al.; ἀ. τὸ φρόνημα raise the spirit, X.Cyr.5.2.34:—Med., ἀναθρέψασθαι υἱόν have him educated, Hdn.1.2.1; ἀ. λειμὼν κάλλεα Nic.Fr.74.58:— Pass., grow up, ἀνατραφῆναι ἐν . . Plu.Cam.34, etc.; τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Ael.NA11.25; ἀνέτραφες in AP5.156 (Mel.) = ἀνετράφης.    2 feed up, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.33,50: metaph., ἀ. μονῳδίαις Ar.Ra. 944:—Pass., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου convalesce, Hp.VM14; of fish after milting, Arist.HA608a2.

German (Pape)

[Seite 211] (s. τρέφω), durch Nahrung wieder kräftigen, übh. stärken, Aesch. Eum. 496; φρόνημα ἀναθρέψαι Xen. Cyr. 5, 2, 34; auffüttern, aufziehen, An. 4, 5, 31; Mem. 4, 3, 10; φιλοτιμίαν, Ehrgeiz nähren, Plut. Caes. 17; pass., ἀνατρέφεται φλόξ, die Flamme wächst an, Camill. 34; – Sp. auch med., ἀναθρέψασθαι υἱόν, seinen Sohn aufziehen, Hdn. 1, 2, 2. Bei Mel. 101 (V, 157) ἀνέτραφες du wuchsest auf; so auch App.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρέφω: μέλλ. -θρέψω: (ἴδε τρέφω): - ἀνατρέφω, περιποιοῦμαι, «μεγαλώνω», ἀναπτύσσω, παιδεύω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 522· ἀν. τὸ φρόνημα, διεγείρω τὸ φρόνημα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34, πρβλ. Jac. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 85: οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἀνατρέφεσθαι υἱόν, ἐκπαιδεύειν αὐτόν, Ἡρωδιαν. 1. 2· ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 684Β: - Παθ., αὐξάνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἀνατραφῆναι ἐν ... Πλούτ., κτλ.· τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Δίλ. π. Ζ. 11. 25· τὸ ἀνέτραφες ἐν Ἀνθ. Π. 5. 157 πρέπει νὰ εἶναι = ἀνετράφης. 2) τρέφω κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, 817, Ἀριστοφ. Βάτρ. 944: - Παθ., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναθρέψω;
1 faire grandir ; élever, nourrir ; fig. élever (l’âme, le caractère, etc.);
2 fig. exciter : φρόνημα XÉN le courage (des soldats).
Étymologie: ἀνά, τρέφω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 alimentar de nuevo op. ἰσχαίνω Hp.Art.33, 50
fig. reavivar, reanimar καρδίαν A.Eu.523, de la tragedia de Eurípides (τὴν τέχνην) ἀνέτρεφον μονῳδίαις Ar.Ra.944, τὸ φρόνημα X.Cyr.5.2.34
en v. pas. ὑπ' Ἔρωτος AP 5.157 (Mel.).
2 criar τὸν Ἰώασον I.AI 9.142, σκύλακας Plu.2.225f, σπόρον Nonn.D.27.323, τὼ ... θαλέεσσιν ἀνέτρεφον Call.Fr.337
v. med. igual sent. υἱόν Hdn.1.2.1, cf. Act.Ap.7.21, I.AI 2.232, λειμὼν κάλλεα Nic.Fr.74.58.
II intr. en v. med.
1 convalecer, restablecerse ἐκ νούσου Hp.VM 14, los peces después de desovar, Arist.HA 608a2.
2 criarse de cosas crecer ταῦτα ἀνθρώπων ἕνεκα γίγνεταί τε καὶ ἀνατρέφεται X.Mem.4.3.10, del fuego ἐν ὕλῃ Plu.Cam.34, cf. Longin.12.4
de personas criarse, educarse ἐν σπαργάνοις ἀνετράφην καὶ φροντίσιν LXX Sap.7.4, ἐπὶ τοῖς ... δόγμασιν LXX 4Ma.10.2, ἐν τῇ πόλει ταύτῃ Act.Ap.22.3, ἐν ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶν ἀνεθρεψάμην IG 9(1).128.6 (Elatea II d.C.).