ἀσάλγαν
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὕβριν, ἀμέλειαν, Hsch. ἀσαλγάνας· φοβερός, Id.; cf. ἀσελγής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάλγαν: «ὕβριν, ἀμέλειαν. τὴν πενίαν πορνείαν» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
ὕβριν, ἀμέλειαν Hsch. (quizá confusión por ἀσάλειαν o ἀσέλγειαν).