βάσκανος

From LSJ
Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάσκᾰνος Medium diacritics: βάσκανος Low diacritics: βάσκανος Capitals: ΒΑΣΚΑΝΟΣ
Transliteration A: báskanos Transliteration B: baskanos Transliteration C: vaskanos Beta Code: ba/skanos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who bewitches, sorcerer, as a term of abuse, D.21.209, Men.Pk.279, Str. 14.2.7; β. καὶ φθοροποιός St.Byz. s.v. Θίβα.    2 slanderer, D.18.132, Vett.Val.358.5.    II Adj. βάσκανος, ον, slanderous, malicious, Ar.Eq.103, Pl.571; ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον D.18.242, cf. Str.14.1.22; δύσκολος καὶ β. Plu.Fab.26; β. πρᾶγμα . . ποιοῦντες D. 18.317; β. ἔσσ', Ἀΐδα Erinna 6.3; κώμων β. ἐστι λίθος AP9.756 (Aemil.); μ' ὁ β. ἥρπασε δαίμων Epigr.Gr.345; freq. in sepulchral inscriptions, IG14.1362, etc.: Sup. -ώτατος Com.Adesp.359. Adv. -νως J.AJ11.4.9, Porph.VP53.    2 β. ὀφθαλμός evil eye, Plu.2.680c, cf. Alciphr.1.15.

German (Pape)

[Seite 438] ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 (App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).

Greek (Liddell-Scott)

βάσκᾰνος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, φθονερός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 103, Πλ. 571· ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον Δημ. 307.20· βάσκανον…πρᾶγμα ποιοῦντες ὁ αὐτ. 330.24· βάσκανος ἔσσ’, Ἀΐδα Ἤριννα 6· με β. ἥρπασε δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 3715, καὶ συχν. ἐν ἐπιτυμβ. ἐπιγραφαῖς ὡς ἐν 6200, 6315, γραφόμενον βάσκαινος ἐν 2059.31· - ὑπερθ. –ώτατος, Κωμ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 4.671. - Ἐπίρρ. –νως Ἰωσήπ. Α.Ι.11.4,9.
ΙΙ). ὡς οὐσιαστ., κακολόγος, ὑβριστἠς, διαβολεύς, ὡς τὸ συκοφάντης, Δημ. 271.10. 2) μάγος, γόης, ὁ αὐτ. 582.1 (ἴδε ἐν λ. ὄλεθρος), Στράβ. 654.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui regarde d’un mauvais œil, qui jette un sort;
2 curieux, jaloux;
3 dénigrant, médisant, calomniateur, méchant;
Sp. βασκανώτατος.
Étymologie: DELG plus. étym. hypoth. ; pê apparenté à βάζω.

Spanish (DGE)

(βάσκᾰνος) -ον
I 1maligno, de mal agüero ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18
de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.
2 envidioso de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.Geog.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.Catech.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.Or.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, δαίμων Fauorin.Fr.18, Philostr.Her.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα AP 7.712 (Erinn.), δαίμων IApameia 28.1 (I/II d.C.), Bithynische St.3.14.4 (imper.), IUrb.Rom.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος AP 9.756 (Aemil).
3 maldiciente, calumniador σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente Ar.Pl.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.VS 577.
4 malicioso, malvado de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε Com.Adesp.359, δύσκολος ἀνὴρ καὶ β. Plu.Fab.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.Fr.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.
II subst. ὁ, ἡ β.
1 hechicero, que practica el mal de ojo Aristaenet.1.25.29, Suppl.Mag.6.9.
2 el calumniador Ar.Eq.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese D.18.132.
3 truhán, sinvergüenza, malvado τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes! D.21.209, cf. Men.Pc.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado, e.e. el mal de ojo, SB 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).
III adv. -ως
1 por envidia, envidiosamente οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.AI 11.114, cf. Eun.VS 455.
2 maldicientemente ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.VP 53.
3 maliciosamente οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.VA 7.35.

• Etimología: Se rel. gener. c. lat. fascinus deriv. de fascis y a su vez c. gr. βασκευταί y βάσκιοι q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.