γραιβία
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
or γραιτία (i. e. γραιϝία) · πανηγυρίς (Tarent.), Hsch.
Spanish (DGE)
ἢ γραιτία
tarent. πανήγυρις Hsch.
• Etimología: Γραιβία por *γραιϝιᾱ, deriv. en *-yā, c. valor colect., de γραῖα.