δεινολεχής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A dreadfully married, Id.A. 906.
German (Pape)
[Seite 538] ές, unglücklich vermählt, Orph. Arg. 904.
Greek (Liddell-Scott)
δεινολεχής: -ές, ὁ ἐν τῷ γάμῳ του δυστυχής, Ὀρφ. Ἀργ. 904.
Spanish (DGE)
-ές de funesto himeneo Μήδεια Orph.A.906.