ἐλλιμνάζω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 801] darin einen See bilden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλιμνάζω: σχηματίζω ἕλος ἢ λίμνην, λιμνάζω, Βασίλ. τ. 1. σ. 1096Α.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνλ- Pall.H.Laus.47.10
1 formar una balsa o pantano, estancarse ὁ Εὐφράτης ... ἐλλιμνάζων αὐτῇ (Babilonia) παντελῶς ἀφανίσει αὐτήν Basil.M.30.616C, ἐλλιμνάζοντος τοῦ οἶνου Basil.M.31.453C
•fig. estar empantanado ἐν αἷς (πηγαῖς) ἐλλιμνάζει ὁ λόγος de las almas de los soberbios, Mac.Aeg.Hom.54.5, cf. Pall.l.c.
2 desbordarse ἡ τῆς εἰρήνης χαρὰ ... τῇ ὑπομονῇ ἐλλιμνάζουσα la alegría de la paz desbordándose en la perseverancia Nil.M.79.1101C.