προσγελάω
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ] Ar.Pax600:—
A smile at one, τινα Hdt. 5.92.γ, E.Med.1162, Pl.R.566d, etc.; σὲ . . τὰ . . φυτὰ προσγελάσεται Ar. l.c.: c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, E.Med.1041. 2 greet. the senses, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ A.Eu.253; πιστὰ γάρ σε προσγελᾷ θεᾶς ἔπη S.Ichn.291; προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Eub.109, cf. Diph.33.5. 3 later c. dat., smile upon, δούλοις Arist.Fr.183, cf. LXXSi. 13.6, Lib.Or.48.10.