Πυλαγόρας
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ου, ὁ, (Πύλαι, ἀγείρω)
A delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae, ἥκειν . . φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.Fr.322:—also Πυλᾱγόρος or Πυλάγορος, Hdt.7.214, D.18.149 (v.l. -γόρας), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 (v.l. -γόρας), 122, al., Str.9.3.7 (both forms); II διὰ βίου SIG795 B 5 (Delph., i A.D.); cf. Πυληγόρος.