σεύω

From LSJ
Revision as of 00:34, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεύω Medium diacritics: σεύω Low diacritics: σεύω Capitals: ΣΕΥΩ
Transliteration A: seúō Transliteration B: seuō Transliteration C: seyo Beta Code: seu/w

English (LSJ)

B.17.10, Opp.H.2.445, Q.S.7.487, Ep. inf.

   A σευέμεν A.R.2.296; with ς doubled after the augm., as always in Hom. (exc. in ἐξεσύθη (Zenod. and most codd. for -λύθη) Il.5.293): Ep. impf. σεύεσκε Q.S.2.353: aor. ἔσσευα Il.5.208; Ep. also σεῦα 20.189; 3sg. subj. σεύῃ 11.293:—Med., aor. subj. σεύωνται (v.l. -ονται) ib.415: impf. or aor. ἐσσεύοντο 2.808: aor. ἐσσεύαντο 11.549 (v.l. -οντο); Ep. σεύατο 6.505:—Pass., B.Scol.Oxy.1361Fr.1.7: aor. ἐσύθην [ῠ] E.Hel.1302 (lyr.) (ἐξ- Il., v. supr.), ἐσσύθην S.Aj.294, also σύθην A.Pr.135 (lyr.); subj. 3sg. συθῇ Hp.Mul.1.36, 2.138; part. συθείς A.Th.941, Pers.866, S.OC119(alllyr.); in iamb., Id.OT446: pf. (with pres. sense) ἔσσῠμαι Il.13.79; part. ἐσσύμενος (not -μένος) 11.554, al., Adv. ἐσσῠμένως 3.85, al.: σεσύανται· ὡρμήκασιν, Hsch.: poet.aor. 2 ἐσσύμην [ῠ], 2sg. ἔσσυο Il.16.585, Od.9.447; 3sg. ἔσσῠτο, Ep. σύτο Il.21.167, ἐπ-έσυτο E.Hel. 1162,Ph.1065 (both lyr.); part. σύμενος A.Ag.747, Eu.1007, cf. 786, 816 (all lyr.): also σεῦται, 3sg. pres. Pass., S.Tr.645 (σοῦται is prob. cj.), σοῦμαι (Dor. σῶμαι Epil.3), σοῦνται A.Pers.25 (anap.); imper. σοῦ Ar.V.209, σούσθω S.Aj.1414 (anap.), σοῦσθε A.Th.31, Ar.V.458, etc.; inf. σοῦσθαι Plu.2.362c: Hsch. cites imper. σύθι or σῦθι:—poet. Verb (also in Ion. Prose, Hp. and Aret. (v. infr.)), put in quick motion, drive: esp.    1 hunt, chase, Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήϊον Il.6.133; drive away, σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.35; σεύοντ' (3pl.) ἀγέλας βίᾳ B.17.10: more freq. in Med., ὡς δ' ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Il.11.415, cf. 549, 3.26; ὥς τ' . . ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες 15.272, cf. 20.148: metaph., σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου h.Hom.8.12; θάμβος με σ. Orph.L. 531.    2 set on, let loose at, ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας . . σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ Il.11.293.    3 drive or hurry away to or from a place, Αἰνείαν δ' ἔσσευεν ἀπὸ χθονός 20.325; ἵππους ἐκ πεδίοιο 15.681; [τινὰ] κατ' Ἰδαίων ὀρέων 20.189: c. inf., [ἡμιόνους] σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν . .drove, Od.6.89.    4 set in swift motion, ὅλμον δ' ὣς ἔσσευε [Πείσανδρον] κυλίνδεσθαι sped him so that he rolled, Il.11.147; στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών 14.413; also αἷμ' ἔσσευα shed blood, 5.208; v. infr. 11.1.    II Pass. and Med., to be put in quick motion, and so, run, rush, dart or shoot along, ἐπὶ τεύχεα to arms, 2.808; ἐπὶ κοῖτον Od.14.456; νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Il.13.79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ 6.505; σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα Od.5.51, cf. Il.14.227; κατ' ἀμαξιτόν 22.146; παρ' ἐρινεόν 11.167; ἀμφ' Ὀδυσῆα ib.419; ἰθὺς Λυκίων 16.585; διὰ σπέος Od.9.447; so in Trag., ἐκτόπιος συθείς having gone, departed, opp. παρών, S.OC119; ἀφ' ἑστίας A.Pers.866; ἐκ ναοῦ E.IT 1294; σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135; κατὰ γᾶς σύμεναι Id.Eu.1007, cf. Ag.747; ἀνὰ νάπη E.Hel.1302; of things, αἷμα σύτο gushed out, Il.21.167; ψυχὴ κατ' . . ὠτειλὴν ἔσσυτο 14.519; ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος A.Th.941; ἐσύθη ἔξω πῦον Aret.SD1.9; so of flux, ἢν πολλὰ συθῇ Hp.Mul.1.36; of the eruption of disease, ὅταν τὰ παρέοντα συθῇ νοσήματα ib.2.138.    2 c. inf., hasten, speed, ὅτε σεύαιτο διώκειν when he hasted to pursue, Il.17.463; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι that the wood might begin (cf. Engl. start) to burn, 23.198, cf. 210; ἔσσυται κελαδῆσαι is eager to sing of, Pi.I.8(7).67.    3 metaph., to be eager, have longings, θυμὸς ἔσσυται Od.10.484; esp. in pf. part. ἐσσύμενος used as Adj, v. sub voce. (σεϝ-: σῠ-, from I.-Eur. [kcirc ]yew-: [kcirc ]y[ucaron]-, cf. Skt. cyávati 'set in motion', part. Pass. cyutás:—σοῦμαι, etc., perh. contr. fr. *σοοῦμαι( = *σοόομαι, fr. σό (ϝ) ος, q.v.).)