συμβάλλω

From LSJ
Revision as of 00:44, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβάλλω Medium diacritics: συμβάλλω Low diacritics: συμβάλλω Capitals: ΣΥΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: symbállō Transliteration B: symballō Transliteration C: symvallo Beta Code: sumba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: aor. -έβᾰλον, inf. -βᾰλεῖν: pf. -βέβληκα: aor. 1 Pass. -εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only pres. Act., aor. Act. and Med., but most commonly Ep. intr. aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. 2sg. -βλήεαι prob. cj. for -βλήσεαι in Il.20.335, 3sg. contr.

   A -βληται Od.7.204:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; ἀσπίδας E.Ph.1405, Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ Il.4.453; ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος 5.774:— Med., πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50 (cf. δάκρυα δάκρυσι σ. E.Or.336 (lyr., Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ σ. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to... Arist.HA 606a15:—Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60.    2 collect, X.Cyr.2.1.5; store up, accumulate, κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας πολλάς Id.An.3.4.31.    3 jumble up together, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν Pl.Plt.285a.    4 intr. in Act., fit (cf. σύμβολον 1.1), Arist.EE1239b14; to be suitable, τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7 (unless = sow, set).    b to be profitable, σ. τῷ πολιτικῷ . . δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285 S.; σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496.    5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι . . σ. ὁδοί where two roads join, S.OC901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA514a12; collide, τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc.    6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA455).    7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar.Pax 37; so τοπεῖα IG22.1672.311 (iv B.C.); ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4; στέφανον Philostr.Her.Prooem.; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA668b24; fit together, ἁρμούς IG7.4255.23 (Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.); κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10 (iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58.    8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R.425c, cf. Th.5.77 (Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend, πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec.446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29; σ. δανεισμῷ Pl.Lg.921d; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— Med., with pf. Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.); τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98; ἐφόδιον PSI4.407.12 (iii B.C.).    9 generally, contribute:— Pass., συμβάλλεταί τις . . μερίς Alex.149.4:—in this sense mostly in Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Th.3.45, cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν . . ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ . .many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially... Pl.Ap.36a; σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg.836b; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει σ. Isoc.Ep.8.6; οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος σ. And.1.143; μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.836d, cf. R.331b, D.41.11; οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79; συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108, cf. 113 (iii B.C.); τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti.47c, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50; σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Antipho 5.79, cf. Pl.Lg.905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch.1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [their share] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med.284.    10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61; περί τινος Pl.Plt. 298c; συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg.905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id.Ion532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος σ. Id.Smp.185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.).    II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς σ.; X.An.4.6.14.    II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them, ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55; ἐμὲ . . καὶ Μενέλαον συμβάλετε . . μάχεσθαι 3.70; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. Id.5.1; τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2; ἀλεκτρυόνας σ. Id.Smp.4.9; ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32; εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with... Pl.Lg.647c.    b Med., join in fight, σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377.    c intr., come together, σύμβαλον μάχεσθαι 16.565; also ς. alone, come to blows, engage, πρίν γ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι 21.578; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80,104; Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch.461 (lyr.); Ἕλληνες Μήδοις σ. Simon.136; also σ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20, Isoc.4.69; εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt.273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.).    2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag., σ. βάκχαις μάχην E.Ba.837; ἔχθραν τινί Id.Med.44; ἔριν φίλοις ib.521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj.1323; αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους E.IA830.    3 Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses Ep. aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27, cf. 39; εἰ δ' ἄρα τις . . ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204; ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. -βλήεαι) αὐτῷ Il.20.335; ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15.    4 so in Act., συμβαλών having met, A.Ch.677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ σ. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy.1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.).    III compare, σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10; ἑωυτόν τινι Id.3.160; ἓν πρὸς ἕν Id.4.50; τι πρός τι Lycurg.68; πρὸς ἄλληλα Pl.Tht.186b; οὐδὲν ἦν τούτων . . πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5:—Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95.    b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc.    2 Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—Pass., ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101.    3 conclude, infer, conjecture, interpret, συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33; σ. ὅτι . . Pl.Cra.412c; τοῦτο σ. S.OC1474; τοῦτο σ., ὅτι. . Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα σ. E.Or.[1394]; εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq.427; ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72; σ. ἔπη E.Med.675; τοὖναρ Id.IT55; τὴν μαντείαν Pl.Cra.384a; τὸν χρησμόν Arist.Fr.532, cf. 76; σήματα σ., εἰ . . ἤ . . Arat.1146: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ . . Sor.2.63:—Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib.111; σ. τι ἔκ τινος 6.107; τῇδε, ὅτι . . from the fact that... 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45.    IV agree, arrange, καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14; πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41:—Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle, λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3; ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην . . ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1 (iii B.C.).