ἄθλησις
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ἡ,
A contest, combat, esp. of athletes, Plb.5.64.6, SIG1073.24 (Olympia), IG14.1102: pl., Phld.Mus.p.14 K.; κατὰ τὴν ἄ. 'in the athletic world', CPHerm. 119<*>iii 13 (iii A. D.); training, practice, D.S.3.33. 2 generally, struggle, trial, ἄ. ὑπομένειν Ep.Heb.10.32.
German (Pape)
[Seite 47] ἡ, Kampf, Uebung, Polyb. 5, 64, 6; Plut. Th. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλησις: ἡ, ἀγών, ἅμιλλα, ἰδίως ἐπὶ ἀθλητῶν, Πολύβ. 5, 64, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 36. 2) καθόλου, ἀγών, δυσχέρεια, δοκιμασία, ἄθλ. ὑπομένειν, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιϳ, 32· περὶ τοῦ μαρτυρίου, Μαρτύριον ἁγ. Ἰγνατ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lutte, exercice d’athlète.
Étymologie: ἀθλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 competición gener. deport., Plb.5.64.6, 7.10.4, Phld.Mus.1.29.40, IO 54.13 (II d.C.), IUrb.Rom.240.36 (II/III d.C.), D.C.79.16.2
•práctica atlética, atletismo γνοὺς τῶν πρὸς ἀνδρείαν ἔργων κάλλιστον ἅμα καὶ ἐπιπονώτατον τὴν ἄθλησιν D.Chr.29.9, τὸ πρόθυμον αὐτοῦ καὶ μεγαλοφυὲς περὶ τὴν ἄθλησιν IKnidos 234.11 (II/III d.C.), ἄνδρες εὐδόκιμοι κατὰ τὴν ἄθλησιν γενόμενοι hombres que llegaron a ser famosos en el atletismo, CPHerm.119ue.3.13 (III d.C.), cf. IHerm.Magn.49.13 (III d.C.).
2 práctica, entrenamiento guerrero: en el tiro con arco, D.S.3.33, musical τὰ δέοντα πάντα ... εἰς ἄθλησιν τῆς κιθαρῳδικῆς τέχνης PLond.2017.12 (III a.C.).
3 prueba, fatiga, Ep.Hebr.10.32, del martirio, Basil.M.31.237A, de la vida ascética, Ath.Al.M.26.860A.